Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος


O Κωνσταντίνος Δραγάσης Παλαιολόγος ήταν πορφυρογέννητος, αφού είδε το φως της ημέρας στις 9 Φεβρουαρίου του 1404 στο αυτοκρατορικό ανάκτορο των Βλαχερνών. Τέταρτος γιος και όγδοο από τα παιδιά του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και της πριγκιποπούλας της Σερβίας, της Ελένης Δραγάση. Ήταν ο μόνος από τα παιδιά του ζεύγους που χρησιμοποιούσε και το επίθετο της μητέρας του (Ντραγκάς-Δράκος) και γι΄ αυτό συχνά χαρακτηριζόταν ή παρομοιαζόταν με δράκοντα στη γραμματεία της εποχής, ενώ ο λαός τού χάρισε με θαυμασμό το παρατσούκλι Δράκων, μετά τις μεγάλες του νίκες σε Αχαΐα και Βοιωτία. Σύμφωνα με τα βυζαντινά χρονικά οι αστρολόγοι της αυλής προέβλεψαν για το βρέφος που είχε γεννηθεί στο αστερισμό του πλανήτη ουρανού ότι θα γινόταν σπουδαίος άνδρας και παρά τα εμπόδια θα καταλάμβανε υψηλή θέση.


Τα παιδικά χρόνια του νεαρού πρίγκιπα πέρασαν μέσα στο παλάτι των Βλαχερνών. Κατά την τελετή ενηλικίωσης του νεαρού πρίγκιπα, ο πατέρας του Μανουήλ Παλαιολόγος, θέλοντας να επιβραβεύσει τις επιδόσεις του στις σπουδές του, του παραχωρεί ως προσωπικό του δεσποτάτο τις πόλεις της Θράκης που είχαν παραμένει ακόμη ελεύθερες, καθώς κι εκείνες του Εύξεινου Πόντου. Ο νεαρός χωροδεσπότης πλέον, συνοδεία τμήματος του αυτοκρατορικού ιππικού,θα έχει μαζί, από την πρώτη αυτή στιγμή της ανάληψης επίσημων καθηκόντων, τον πιστό, παιδικό του φίλου Γεώργιο Φραντζή. Ο γιος του παρακοιμώμενου του αυτοκράτορα θα συνδεθεί στενά με τον Κωνσταντίνο και θα τον υπηρετήσει για μια ολόκληρη ζωή, αναλαμβάνοντας πολλές και δύσκολες εμπιστευτικές αποστολές.

Οι περιοχές οι οποίες του δόθηκαν να κυβερνήσει, κυρίως η Αγχίαλος και η Μεσημβρία, ήταν πλούσια βυζαντινά οχυρά που έθελγαν τους βάρβαρους, γι΄ αυτό και οι επιθέσεις ήταν συχνές. Η διοίκηση των θρακικών περιοχών ήταν μια πρόκληση για το νεαρό πρίγκιπα για να δείξει τις ικανότητες του. Ωστόσο οι εξελίξεις θα τον επαναφέρουν στη Βασιλεύουσα, όταν ο Μουράτ ο Β΄ θα αρχίσει την πρώτη πολιορκία. Ο Κωνσταντίνος μαζί με τον αδερφό του και μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη, θα αγωνιστούν για να μείνει όρθια η Πόλη. Μετά από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες ο σουλτάνος θα αποσυρθεί. Οι απώλειες όμως εδαφών θα είναι μεγάλες: επιδρομές και καταστροφές σε Μακεδονία, Θεσσαλία και Πελοπόννησο. Οι πόλεις της Θράκης παραδίδονται στους Τούρκους και επιβάλλεται και φόρος υποτέλειας. Ο Κωνσταντίνος, εφόσον οι επαρχίες στη Θράκη έχουν χαθεί, παραμένει στην Πόλη. Το 1425 ο γηραιός Μανουήλ πεθαίνει, και στο θρόνο ανεβαίνει ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος.

Πρώτη παρουσία στο Μυστρά

Το 1427 ο Κωνσταντίνος φτάνει στο Μυστρά για να βοηθήσει τους αδερφούς του Θωμά και Θεόδωρο στην ανάκτηση των φραγκοκρατούμενων περιοχών της Πελοποννήσου. Τον επόμενο χρόνο συγκεντρώνοντας όλες τις ελληνικές δυνάμεις του Μοριά θα ξεκινήσει τον αγώνα του να διώξει τους Λατίνους από τα κάστρα της Πελοποννήσου. Το πρώτο φρούριο στο οποίο επιτέθηκε ήταν εκείνο της Γλαρέντζας (η αρχαία Κυλήνη) που ανήκε στον πάμπλουτο Κάρολο Τόκκο, ο οποίος θα αναγκαστεί να ζητήσει διαπραγμαεύσεις. Ο γάλλος ηγεμόνας θα πειστεί να παραχωρήσει τις κτήσεις του στην Πελοπόννησο στην ανιψιά του Μανταλένα, την οποία για διπλωματικούς λόγους θα νυμφευόταν ο Κωνσταντίνος.

Αμέσως μετά θα ξεκινήσει η πολιορκία της Πάτρας που θα κρατήσει αρκετό χρονικό διάστημα. Κατά τη διάρκειά της, το 1428, ο Κων/νος παντρεύεται σε ηλικία 24 ετών, στο στρατόπεδο, μπροστά στα τείχη της Πάτρας, τη λατίνα πριγκίπισσα Μανταλένα, που μετά το γάμο της θα πάρει το ορθόδοξο όνομα Θεοδώρα. Το 1429 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος καταλαμβάνει τελικά και την Πάτρα μετά από σκληρή πολιορκία. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ο δυναμικός πρίγκιπας θα κινδυνέυσει να αιχμαλωτιστεί, όταν το άλογό του θα τραυματιστεί. Θα τον σώσει όμως η αυτοθυσία του Γεώργιού Φραντζή, που τελικά αυτός θα πέσει στα χέρια των Λατίνων, για να απελευθερωθεί μετά από διαπραγματεύσεις. Λίγους μήνες αργότερα, η γυναίκα του Θεοδώρα θα πεθάνει. Θα είναι η πρώτη ατυχία από τις πολλές που θα πλήξουν το νεαρό άρχοντα.

Το 1432 η ανάκτηση του Μοριά τελειώνει. Εκτός από την Μεθώνη, την Κορώνη το Ναύπλιο και το Άργος που είναι στα χέρια των Βενετών, ολόκληρη η υπόλοιπη Πελοπόννησος είναι στα χέρια των Ελλήνων με το Θεόδωρο να εξουσιάζει τον Μυστρά, το Θωμά τη Γλαρέντζα και τον Κωνσταντίνο τα Καλάβρυτα. Η παρουσία και η δράση του στο Μυστρά συνιστούσε ένα συνεχή αγώνα μέσα από συμπληγάδες και δυσκολίες: από τη μια οι Λατίνοι που επιζητούσαν τη παραμονή τους στην Πελοπόννησο, από την άλλη οι Τούρκοι που καταλάμβαναν σιγά σιγά όλο τον ελλαδικό χώρο, αλλά και η δύσκολή συνεργασία με τα αδέρφια του. Κάποια στιγμή η ρήξη του με το Θεόδωρο θα πάρει μεγάλες διαστάσεις μέχρι τη στιγμή που θα επέμβει συμβιβαστικά ο αυτοκράτορας.

Στη Βασιλεύουσα

Η διοίκηση του Δεσποτάτου ανατίθεται στον Θεόδωρο κα Θωμά, ενώ ο Κωνσταντίνος αναχωρεί για τη Βασιλεύουσα (1435). Είναι η εποχή που ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης Παλαιολόγος μεταβαίνει στην Ιταλία για την περίφημη «Σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας» 1437, αναζητώντας εναγωνίως τη βοήθεια από τη Δύση μέσα από την ένωση των εκκλησιών. Ο Κων/νος αναλαμβάνει τη διοίκηση της Κωνσταντινούπολης. Προσπαθεί να οργανώσει την άμυνα της Πόλης αλλά και να ελέγχει όσο είναι δυνατό, τις αντιδράσεις και τις κινήσεις του σουλτάνου. Το 1440 ο αυτοκράτορας επιστρέφει από την Ιταλία με την ένωση των εκκλησιών υπογεγραμμένη. Θα πιέσει έντονα τον Κωνσταντίνο να παντρευτεί για να υπάρξει διάδοχος μια και ο ίδιος ήταν άτεκνος. Τό 1441 θα παντρευτεί για δεύτερη φορά στη Λέσβο την Αικατερίνη, κόρη του Λατίνου άρχοντα της Λέσβου Γατελούζου, η οποία μάλιστα θα μείνει έγκυος δίνοντας μεγάλη χαρά στον Κωνσταντίνο που ήταν πλέον 37 χρονών.

Οι ανατροπές της ζωή όμως θα είναι συνεχείς. Αυτό που υποψιάζονταν και περίμεναν τα δύο αδέρφια έγινε το 1442 όταν ο μικρότερος Δημήτριος Παλαιολόγος, ενισχυμένος από δυνάμεις του σουλτάνου, θα στασιάσει εναντίον του αδερφού του. Τότε, ερχόμενος τάχιστα με στρατό, ο Κωνσταντίνος θα προσπαθήσει να σώσει το βασιλέα του κι αδελφό του, τον Ιωάννη . Στο ταξίδι του πήρε μαζί του και την έγκυο γυναίκα του. Τα οθωμανικά πλοία θα εντοπίσουν το πλοίο στο οποίο επέβαινε και θα τον καταδιώξουν.Θα βρει καταφύγιο στη Λήμνο. Κατά τήν διάρκεια της πολιορκίας, από τούς Τούρκους, του Παλαιοκάστρου της Λήμνου, η Ιταλίδα πριγκίπισσα, η οποία κυοφορούσε τό παιδί του Κωνσταντίνου, πέθανε σύμφωνα μέ τόν Schlumberger από τόν τρόμο της. Ατυχος λοιπόν ο Κωνσταντίνος σε όλες τίς φάσεις της ζωής του…

Μετά το θάνατο της δεύτερης συζύγου θα ανέβει και πάλι στην Πόλη. Ο αυτοκράτορας θα του αναθέσει τη διοίκηση της Σηλυβρίας, της μόνης ελεύθερης θρακικής πόλης, ενώ θα συγχωρέσει και τον Δημήτριο για τη στάση του, παραχωρώντας του τα νησιά του Βορείου Αιγαίου. Ο αδερφός του Θεόδωρος ενοχλείται, συνειδητοποιώντας ότι ο Ιωάννης προετοιμάζει για διάδοχό του τον Κωνσταντίνο. Η σχέση τους αποκαθίσταται κάπως, όταν ο Κωνσταντίνος δέχεται να ανταλλάξει τις κτήσεις που είχε στη Θράκη με το Δεσποτάτο του Μυστρά.

Δεύτερη παρουσία στο Μυστρά

Το 1443 επιστρέφει στην Πελοπόννησο. Η αναδιοργάνωση της διοίκησης --στρατιωτικής και πολιτικής-- και η άμυνα της Πελοποννήσου ήταν από τα πρώτα μελήματά του Δεσπότη Κωνσταντίνου. Έχτισε τείχη (Εξαμίλι), ανασυγκρότησε το στρατό, και προσπάθησε να φτιάξει μια ενιαία διοίκηση. Ο νέος δεσπότης του Μυστρά, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, τοποθέτησε τον αδελφό του, τον Θωμά, δεσπότη στη Γλαρέντζα για να φυλά τη δυτική ακτή και άρχισε να προετοιμάζει τη μεγάλη του εκστρατεία για την απελευθέρωση Ρούμελης και Θεσσαλίας -- το βασίλειό του σύντομα εκτεινόταν ως την Πίνδο. Ο στρατός του Μοριά, υπό τον Κωνσταντίνο, απελευθέρωσε την Πελοπόννησο από τους Φράγκους της Αχαΐας, που είχαν εγκατασταθεί εκεί από την εποχή των Σταυροφοριών.

Οι τελευταίες νίκες στην ιστορία του Βυζαντίου ήταν δικές του -- ο «Δράκος» μαζί με τον αδελφό του, τον Θωμά, απελευθέρωσαν Ρούμελη και Θεσσαλία.αλλά δεν κατόρθωσε να σταματήσει τις δυνάμεις του Μουράτ Β΄ και το βαρύ του πυροβολικό, που έριξε τα τείχη. Έγινε φόρου υποτελής στον Μουράτ, που είχε σπείρει το θάνατο στην Πελοπόννησο -- οι τουρκικές δυνάμεις είχαν κατασφάξει τον άμαχο πληθυσμό, ανοίγοντας το δρόμο τους για την Αχαΐα και δίνοντας τέλος στα όποια όνειρα του Κωνσταντίνου για αντεπίθεση. Ωστόσο, ο αγώνας του κι η προσωπικότητά του τον έκαναν αγαπητό σε όλο τον ελληνικό κόσμο, καταδεικνύοντας τις μεγάλες του ικανότητες.

Ο Θεόδωρος, ο αδερφός του Κων/νου, ήθελε να είναι κοντά στην Κωνσταντινούπολη για να καταλάβει το θρόνο μόλις πέθαινε ο Ιωάννης, αλλά τον πρόλαβε η πανώλη. Πέθανε στη Θράκη, το καλοκαίρι του 1448, τρεις μήνες πριν από τον Αυτοκράτορα.

Η εκλογή, η στέψη και ο ερχομός του στην Πόλη

Τον Γενάρη του 1449 μετά τον θάνατο τού Ιωάννη Η΄, ο Κωνσταντίνος στέφεται αυτοκράτορας στον Μυστρά και ανεβαίνει για μια ακόμα φορά στην Κωνσταντινούπολη με πολλές ελπίδες και μεγάλη αγωνία για το μέλλον της αυτοκρατορίας. Εξελέγη αυτός παρά το ότι βρισκόταν μακριά από την Πόλη και παρά τις προσπάθειες του Δημήτριου να εκμεταλλευτεί αυτός την περίσταση και να ανέλθει στο θρόνο. Ο άλλος αδερφός που ηγεμόνευε κι αυτός στο Μοριά, απείχε της διαδικασίας. Με τις ενέργειες όμως της βασιλομήτορος Ελένης, του Λουκά Νοταρά και του Γεωργίου Φραντζή προκρίνεται ο Κωνσταντίνος, παρ΄ ότι απών από την έδρα της αυτοκρατορίας.

Αντιπροσωπεία συγκλητικών ξεκινούν για το Μυστρά, ο Φραντζής ως πρεσβευτής αναγγέλλει την εκλογη στο σουλτάνο. Ο τελευταίος των αυτοκρατόρων είχε τότε ηλικία 45 ετών <<έχων ψυχήν υψηλόφρονα και ευσεβήν>> σύμφωνα με μαρτυρίες συγχρόνων του.
Η στέψη θα γίνει στη μητρόπολη του Μυστρά, την ημέρα των Θεοφανείων την 6η του Μάρτη του 1449. Η επιλογή αυτή συμβολίζει την κρισιμότητα των στιγμών. Η τελετή, παρά τα μεγαλοπρεπή ορθόδοξα κα βυζαντινά αυτοκρατορικά τυπικά, θα είναι λιτή. Ο νέος αυτοκράτορας ντυμένος στα λευκά, τα πένθιμα δηλαδή λόγω του πρόσφατου θανάτου του αδελφού του, θα φορέσει για πρώτη φορά τα τσαγγία, τα ερυθρόμορφα αυτοκρατορικά σανδάλια με τους χρυσούς αυτοκρατορικούς αετούς.

O τελευταίος αυτοκράτορας της Ελληνικής Αυτοκρατορίας παρελήφθη υπό καταλανικών πλοίων, δυστυχώς το βυζαντινό ναυτικό ήταν ανύπαρκτο, και εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη στις 12 Μαρτίου 1449, εν μέσω επευφημιών από το πλήθος των χριστιανών κατοίκων που εναπόθετε πάνω του όλες τις ελπίδες για το μέλλον. Ο Κων/νος με λιτή και απέριττη ενδυμασία, θα κατευθυνθεί με πομπή στην Αγιά Σοφία, ενώ το πλήθος θα τον ραίνει και θα τον επευφημεί αναφωνώντας: ''Βασιλεί τω Κωνσταντίνω πολλά τα έτη!''

Από την άλλοτε Βασιλεύουσα του μισού εκατομμυρίου πληθυσμού είχαν μείνει καμιά πενηνταριά χιλιάδες φτωχός κόσμος που ουσιαστικά δεν είχε που αλλού να πάει.
Η Πόλη ήταν στραγγαλισμένη στρατιωτικά από τους Τούρκους και εμπορικά από Γενοβέζους και Βενετσιάνους. Τό Ελληνικό κράτος τό αποτελούσε τότε μόνο η Βασιλεύουσα, η πόλη της Σηλυβρίας, η Πέρινθος, η Μεσημβρία, οι Επιβάτες καί η Αγχίαλος στην Θράκη, μερικά νησιά του Αιγαίου και η Πελοπόννησος, την οποία την μοιράζονταν οι δεσπότες Δημήτριος και Θωμάς πού σπαταλούσαν τον καιρό τους φιλονικώντας ο ένας με τον άλλον.

Οι προσπάθειες για νέο γάμο και διάδοχο

Ο προξενητής και ακούραστος Φραντζής, αφού απέκλεισε τις πριγκίπισσες της Δύσης, για ανθενωτικούς λόγους, άρχισε διαπραγματεύσεις με γειτονικές βασιλικές οικογένειες που είχαν κόρη της παντρειάς. Πήρε λοιπόν σβάρνα το επιτελείο του και αλώνισε την Ανατολή.
Το 1450 κατέληξε σε δυο λύσεις-νύφες, την κόρη του βασιλέως της Ιβηρίας (σημερινής Γεωργίας) και στην θυγατέρα του -έτσι και αλλιώς- βυζαντινού αυτοκράτορα της Τραπεζούντας. Αμφότερες είχαν μεγάλη προίκα. Μάλιστα, ο Φραντζής ήταν εκείνος που πρότεινε, πολιτικά σκεπτόμενος πάντα, στον Αυτοκράτορα, να παντρευτεί και πάλι --μετά το θάνατο του Μουράτ, το 1451-- τη χήρα του σουλτάνου, τη χριστιανή πριγκίπισσα Μάρα της Σερβίας, που ασκούσε επιρροή στο νέο σουλτάνο, τον Μεχμέτ Β΄. Η σουλτάνα, ωστόσο, αρνήθηκε την πρόταση. Είχε υποσχεθεί, αν γλίτωνε ποτέ από το χαρέμι, να αποσυρθεί από τα εγκόσμια. Η επόμενη επίλεκτη νύφη ήταν η κόρη του βασιλιά της Γεωργίας, Γεώργιου, μια ορθόδοξη νύφη που θα ηρεμούσε κάπως τους ανθενωτικούς. Τα προξενιά έφυγαν για τη Γεωργία, αλλά πριν εκείνη ξεκινήσει για την Πόλη, ο Κωνσταντίνος δεν ζούσε πια...
 http://www.greekmoney.gr/wp-content/uploads/2016/05/palaiologos-600x330.jpg

Η πολιορκία, η Άλωση και ο θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Ο Κωνσταντίνος ζήτησε τη βοήθεια του πάπα Νικολάου του Ε’, που έβαλε όρο την ένωση των Εκκλησιών. Ο αυτοκράτορας ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει, αλλά είχε να αντιμετωπίσει την αντίδραση του λαού και του κλήρου, και τελικά έπεισε τον πάπα να στείλει ικανούς και πειστικούς ιερείς για να τον βοηθήσουν να πραγματοποιήσει την ένωση. Τον Νοέμβριο του 1452 έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ο καρδινάλιος Ισίδωρος και ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, με 200 πολεμιστές, και στις 12 Δεκεμβρίου ο καρδινάλιος λειτούργησε στην Αγία Σοφία. Ακολούθως κηρύχθηκε η ένωση που είχε ψηφιστεί στη Σύνοδο της Φλωρεντίας- αλλά ο λαός και η ανθενωτική/ αντιλατινική παράταξη αντέδρασαν έντονα, καθιστώντας την πρακτικά κενό γράμμα. Γενικά, φαίνεται ότι υπήρχε μία εντύπωση στην Κωνσταντινούπολη πως δεν υπήρχε φόβος άμεσου κινδύνου, σε μεγάλο βαθμό λόγω του μίσους προς τους Λατίνους- αξίζει να σημειωθεί ότι οι ορθόδοξοι Έλληνες που ζούσαν στην επικράτεια του σουλτάνου ήταν μεν «άπιστοι», ώστε να πληρώνουν κεφαλικό φόρο, και να κινδυνεύουν να δουν τα παιδιά τους θύματα παιδομαζώματος, αλλά οι αρχές του οθωμανικού κράτους φαίνονταν να είναι πιο ανεκτικές από τις αντίστοιχες που επέβαλλε η καθολική Δύση- πολλοί νόμοι ήταν απλά «προσαρμοσμένοι» βυζαντινοί. Χαρακτηριστικό είναι το «κρειττότερον έστιν ειδένει εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων, ή καλύπτραν λατινικήν» του Λουκά Νοταρά.
Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος ήξερε ότι η ώρα της κρίσιμης σύγκρουσης πλησίαζε, και οργάνωνε την άμυνα της Πόλης. Υπό την προσωπική του επίβλεψη έγιναν επισκευές των τειχών, βαθιά εκσκαφή της τάφρου και συγκέντρωση τροφίμων, ενώ για να καλυφθούν οι οικονομικές ανάγκες πολύτιμα σκεύη και κειμήλια των εκκλησιών μεταφέρθηκαν στο αυτοκρατορικό νομισματοκοπείο για να κοπεί νόμισμα με το οποίο αγοράστηκαν όπλα για πληρώθηκαν οι στρατιώτες. Εν τέλει, οργανώθηκαν και εστάλησαν νέες πρεσβείες σε διάφορους χριστιανούς ηγεμόνες. Σημειώνεται ότι στις 26 Ιανουαρίου κατέφθασαν στην Κωνσταντινούπολη δύο γενουατικά πλοία, με 700 πολεμιστές και αρχηγό τον εμπειροπόλεμο στρατιώτη Ιωάννη Ιουστινιάνη (Giustiniani-Longo), στον οποίο ο Παλαιολόγος απένειμε τον τίτλο του πρωτοστράτορος, παραχωρώντας του επίσης για ανταμοιβή το νησί της Λήμνου.
Η πολιορκία άρχισε στις 6 Απριλίου, μετά την απόρριψη πρότασης παράδοσης, και κηρύχθηκε επίσημα στις 7 Απριλίου, με τον οθωμανικό στόλο να καταφτάνει στις 12 του μήνα.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εκτιμάται πως είχε περίπου 7.000, το πολύ 9.000 πολεμιστές για να υπερασπιστεί την Πόλη, απέναντι σε μια δύναμη τουλάχιστον 150.000 ανδρών, με επίλεκτα στρατεύματα (γενίτσαροι) και ισχυρό πυροβολικό. Ο αυτοκράτορας είχε εγκαταστήσει το στρατηγείο του στον ναό του Αγίου Ρωμανού, κοντά στην ομώνυμη πύλη, έχοντας υπό τις διαταγές του 3.000 εκ των πλέον εμπειροπόλεμων στρατιωτών. Η άμυνα στην αρχή διεξαγόταν με επιτυχία, με τον Κωνσταντίνο να διαδραματίζει ενεργό ρόλο- ωστόσο το σφίξιμο του κλοιού, μετά το πέρασμα τουρκικών πολεμικών στον Κεράτιο, αποτέλεσε πλήγμα στο ηθικό των υπερασπιστών- οι οποίοι όμως συνέχισαν την αντίσταση, απωθώντας τις τουρκικές επιθέσεις, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να κυκλοφορούν φήμες στην πλευρά των Οθωμανών ότι έρχεται βοήθεια από τη Δύση.
Στις 21 Μαΐου ο Μωάμεθ έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, ζητώντας την παράδοσή της, με την υπόσχεση ότι θα επέτρεπε στον βασιλιά και σε όσους άλλους ήθελαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Στον Κωνσταντίνο συγκεκριμένα υποσχόταν ότι θα τον αναγνώριζε ηγεμόνα της Πελοποννήσου και θα παραχωρούσε άλλες περιοχές στους αδελφούς του, που θα διοικούσαν το δεσποτάτο. Επίσης, έδινε διαβεβαίωση ότι ο πληθυσμός δεν θα εξανδραποδιζόταν. Ο Κωνσταντίνος απάντησε πως δεχόταν να πληρώσει φόρους υποτελείας και να μείνουν στα χέρια των Τούρκων τα κάστρα και τα εδάφη που είχαν κατακτήσει. Αλλά για την Πόλη, η απάντησή του ήταν αντίστοιχη του «μολών λαβέ».
Ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθούσε η τελική επίθεση, με τους Οθωμανούς να αρχίζουν σφοδρό βομβαρδισμό στις 27 Μαΐου και να μεταφέρουν σκάλες και προκαλύμματα κοντά στο τείχος στις 28 – ημέρα κατά την οποία έγινε η τελευταία χριστιανική λειτουργία στην Αγία Σοφία, με τον αυτοκράτορα να προσφωνεί τους άνδρες του, καλώντας τους να υπερασπιστούν την πίστη τους, την πατρίδα, τις οικογένειες και τον βασιλιά τους με τη ζωή τους και εμψυχώνοντας τους Γενουάτες και Ενετούς πολεμιστές.
Η τουρκική επίθεση άρχισε τα ξημερώματα της Τρίτης, 29 Μαΐου 1453. Ο Κωνσταντίνος συμμετείχε στη σκληρή μάχη σώμα με σώμα, που έγινε σε τρία κύματα, με την τρίτη να είναι και η πιο σφοδρή και τον Ιουστινιάνη να τραυματίζεται και να αποχωρεί, προκαλώντας σύγχυση. Οι υπερασπιστές είχαν εξαντληθεί, και οι Τούρκοι άρχισαν να μπαίνουν στην Πόλη. Στο αποκορύφωμα της σύγκρουσης ακούστηκε το «εάλω η Πόλις», με αποτέλεσμα να σπάσει οριστικά το ηθικό των υπερασπιστών, ενώ παράλληλα οθωμανική δύναμη καταλάμβανε πύργο στα τείχη.
Όπως γράφει ο Μιγιάτοβιτς, κάποιος από την ακολουθία του αυτοκράτορα του είπε πως ίσως να υπήρχε χρόνος να φτάσει στο λιμάνι και να διαφύγει. Η απάντησή του ήταν «μη δώσει ο Θεός να ζήσω, αυτοκράτορας εγώ, χωρίς αυτοκρατορία. Αφού πέφτει η πόλη μου, θα πέσω κι εγώ μαζί της», ενώ, στρεφόμενος προς την ακολουθία του, είπε τα εξής: «όποιος θέλει να φύγει, ας σώσει τον εαυτό του, αν μπορεί κι όποιος είναι έτοιμος να αντικρίσει τον θάνατο, ας με ακολουθήσει!».
Γύρω στους 200 Έλληνες και Ιταλοί εθελοντές και ευγενείς ακολούθησαν τον αυτοκράτορα- μεταξύ αυτών ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, ο δον Φρανσίσκο του Τολέδο, ο Ιβάν ο Δαλματός και ο Δημήτριος Καντακουζηνός.
Και έτσι τελείωσε η ζωή του τελευταίου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης: Πολεμώντας μεταξύ των ανδρών του, ως ανώνυμος, απλός στρατιώτης, «κείμενος μεταξύ μυρίων άλλων νεκρών, διότι, καίτοι φορών τα ερυθρά πέδιλα, εν οις ήσαν κεντημένοι χρυσοί άετοί, δεν παρετηρήθη τις ήτο υπό των ανθρώπων εκείνων, οίτινες έσπευδον εις τα ενδότερα της πόλεως επί αρπαγή και λεία».
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν νεκρός- και μαζί του η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.


 Μύθοι, θρύλοι και δοξασίες για την Πόλη και τον Παλαιολόγο

Λόγω του ότι ο θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου δεν έγινε με καμία επισημότητα, αλλά αντίθετα σκοτώθηκε σαν κοινός στρατιώτης, το λαϊκό αίσθημα δεν το έκανε ποτέ αποδεκτό. Αντίθετα δημιουργήθηκαν μύθοι και θρύλοι οι οποίοι μιλούν για εσωτερική προδοσία, αλλά και για «ανάληψη στους ουρανούς» του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.

Ο θρύλος της Κερκόπορτας

Στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στο Παλάτι του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου υπήρχε μια μικρή πόρτα. Η μισή ήταν κάτω από το επίπεδο του εδάφους και λεγόταν Κερκόπορτα ή πύλη του κίρκου, επειδή οδηγούσε σε ένα ιπποδρόμιο (circus) έξω από τα τείχη. Κατά την παράδοση, από αυτήν εισήλθαν πιθανόν από εσωτερική προδοσία στην Πόλη οι γενίτσαροι κατά τη μεγάλη έφοδο στις 29 Μαΐου 1453, διασπώντας έτσι την άμυνα των πολιορκούμενων και προκαλώντας την Αλωση της Κωνσταντινούπολης, αναφέρει το wikipedia.

Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς

Η λαϊκή παράδοση αρνήθηκε να πιστέψει τον θάνατο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας αποτέλεσε σημείο αντίστασης για πολλά χρόνια στη μεταβυζαντινή περίοδο από τον υποδουλωμένο ελληνικό λαό, ο οποίος «γέννησε» και τον θρύλο του «Μαρμαρωμένου Βασιλιά». Σύμφωνα με τον θρύλο λοιπόν, όταν μπήκαν οι Τούρκοι στην Πόλη, «άγγελος Κυρίου» άρπαξε το βασιλιά και τον πήγε σε μια σπηλιά βαθιά στη γη κάτω, κοντά στη Χρυσόπορτα. Εκεί μένει μαρμαρωμένος ο βασιλιάς και καρτερεί να κατεβεί ο άγγελος στη σπηλιά, να τον ξεμαρμαρώσει. Και θα σηκωθεί πάλι ο βασιλιάς και θα μπει στην Πόλη και θα διώξει τους Τούρκους ως την Κόκκινη Μηλιά.

Ο παπάς της Αγια-Σοφιάς

Στους θρύλους για την Αλωση της Πόλης, σημαντικό ρόλο παίζει και η Εκκλησία, η οποία ήταν -τουλάχιστον- η δεύτερη μεγαλύτερη Αρχή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μετά τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Σύμφωνα λοιπόν με εκκλησιαστικές δοξασίες, την ώρα που μπήκαν οι Τούρκοι στην Αγια-Σοφιά δεν είχε τελειώσει ακόμα η λειτουργία. Ο παπάς που έκανε τη λειτουργία πήρε αμέσως το Αγιο Δισκοπότηρο και μπήκε σε μια πόρτα η οποία σφραγίστηκε αμέσως. Οπως αναφέρεται στις παραδόσεις, είναι θέλημα Θεού να ανοίξει μόνη της η πόρτα όταν επιστρέψει η Κωνσταντινούπολη στους Βυζαντινούς και να βγει από εκεί ο παπάς, να τελειώσει τη λειτουργία.

Τα μισοτηγανισμένα ψάρια

Την ημέρα που έπεσε η Πόλη ένας γέροντας τηγάνιζε ψάρια, και όταν του είπαν «Εάλω η Πόλις», είπε πως για να πιστέψει πως έπεσε η Πόλη, έπρεπε να βγουν τα ψάρια από το τηγάνι. Και σύμφωνα με τις δοξασίες έτσι έγινε, με τον γέροντα μάλιστα να «προφητεύει» πως όταν φύγουν οι Οθωμανοί από την Κωνσταντινούπολη, θα ολοκληρωθεί το τηγάνισμα των ψαριών που είναι τηγανισμένα μόνο από την μία τους πλευρά.
http://rethemnosnews.gr/wp-content/uploads/2012/05/constantine_xi_palaiologos.jpg

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Η αγια Σοφιά στην Κωνσταντινούπολη πανηγύριζε την ημέρα της Μεσοπεντηκοστής



Μεσοπεντηκοστή:

Η σημασία της εορτής και ο εορτασμός της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως


Ναός της του Θεού Σοφίας

   Σε λίγους πιστούς είναι γνωστή η εορτή, αυτή. Εκτός από τους ιερείς και μερικούς άλλους χριστιανούς, που έχουν ένα στενότερο σύνδεσμο με την Εκκλησία μας, οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή της. Λίγοι είναι εκείνοι που εκκλησιάζονται κατ’ αύτη και οι περισσότεροι δεν υποπτεύονται καν, ότι την Τετάρτη μετά
την Κυριακή του Παραλύτου πανηγυρίζει η Εκκλησία μία μεγάλη δεσποτική εορτή, την εορτή της Μεσοπεντηκοστής.
Και όμως κάποτε αυτή η εορτή  ήταν η μεγάλη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και συνέτρεχαν κατ’ αυτή στον μεγάλο ναό πλήθη λαού. 


Ποιό είναι το θέμα της ιδιορρύθμου αυτής εορτής;
     Όχι πάντως κανένα γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας. Το θέμα της είναι καθαρά εορτολογικό και θεωρητικό. Η Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής είναι η 25η από του Πάσχα και η 25η προ της Πεντηκοστής ημέρα. Σημειώνει το μέσον της περιόδου των 50 μετά το Πάσχα εορτάσιμων ημερών. Είναι δηλαδή  ένας σταθμός, μία τομή.
     Χωρίς δηλαδή να έχει δικό της θέμα η ημέρα αυτή συνδυάζει τα θέματα, του Πάσχα αφ’ ενός και της επιφοιτήσεως του αγίου Πνεύματος αφ’ ετέρου, και «προφαίνει» τη δόξα της αναλήψεως του Κυρίου, που θα εορταστεί μετά από 15 ημέρες.
Ακριβώς δε αυτό το μέσον των δύο μεγάλων εορτών έφερνε στο νου και ένα εβραϊκό επίθετο του Κυρίου, το «Μεσ­σίας». Μεσσίας στα ελληνικά μεταφράζεται Χριστός. Αλλά ηχητικά θυμίζει το μέσον. Έτσι και στα τροπάρια και στο συναξάριο της ημέρας η παρετυμολογία αυτή γίνεται αφορμή να παρουσιασθεί ο Χριστός σαν Μεσσίας -μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «μεσίτης και διαλλάκτης ημών και του αιωνίου αυτού Πατρός». «Διά ταύτην την αιτίαν την παρούσα εορτή εορτάζοντες και Μεσοπεντηκοστήν ονομάζοντες τον Μεσσίαν  ανυμνούμεν Χριστόν». σημειώνει ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος στο συναξάριο.
    Σ’ αυτό βοήθησε και η ευαγγελική περικοπή, που επελέγη για την ημέρα αυτή. Μεσούσης της εορτής του ιουδαϊκού Πάσχα ο Χριστός ανεβαίνει στο ιερό και διδάσκει. Η διδασκαλία Του προκαλεί τον θαυμασμό, αλλά και ζωηρή αντιδικία μεταξύ αυτού και του λαού και των διδασκάλων. Είναι Μεσσίας ο Ιησούς ή δεν είναι; Είναι η διδασκαλία Του εκ Θεού ή δεν είναι; Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ο Χριστός είναι ο διδάσκαλος. Αυτός που ενώ δεν έμαθε γράμματα κατέχει το πλήρωμα της σοφίας, γιατί είναι η Σοφία του Θεού που κατασκεύασε τον κόσμο. Ακριβώς από αυτόν τον διάλογο εμπνέεται μεγάλο μέρος της υμνογραφίας της εορτής. Εκείνος που διδάσκει στο ναό, στο μέσον των διδασκάλων του ιουδαϊκού λαού, στο μέσον της εορτής, είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Αυτός που αποδοκιμάζεται από τους δήθεν σοφούς του λαού Του είναι η του Θεού Σοφία.

(φωτο από Διακόνημα)

Πώς εορταζόταν στα βυζαντινά χρόνια:
   
     Κάποτε αυτή η εορτή  ήταν η μεγάλη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και συνέτρεχαν κατ’ αυτή στον μεγάλο ναό πλήθη λαού. Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξει την Έκθεση της Βασιλείου Τάξεως του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου για να δει το επίσημο τυπικό του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους 903 στον ναό του αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολη μέχρι δηλαδή την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορα Λέοντος στ΄ του Σοφού (11 Μαΐου 903). Εκεί υπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες και καθορίζει με την γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πως ο αυτοκράτορας το πρωί της εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του ξεκινούσε από το ιερό παλάτι για να μεταβεί στον ναό του αγίου Μω­κίου. όπου θα ετελείτο η θεία λειτουργία. Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί κεφαλής τον πατριάρχη, και βασιλιάς και πατριάρχης εισέρχονταν επισήμως στον ναό.
     Η θεία λειτουργία ετελείτο με την συνήθη στις μεγάλες εορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο αυτοκράτορας παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο παρεκάθητο και ο πατριάρχης. Και πάλι ο βασιλιάς υπό τις επευφημίες του πλήθους «Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους ο Θεός αγάγοι την βασιλείαν υμών» και με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς επέστρεφε στο ιερό παλάτι.[…]
    Η έλλειψη ιστορικού υποβάθρου της στέρησε τον απαραίτητο εκείνο λαϊκό χαρακτήρα, που θα την έκανε προσφιλή στον πολύ κόσμο. Και το εντελώς θεωρητικό της θέμα δεν βοήθησε τους χριστιανούς, που δεν είχαν τις απαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, να ξεπεράσουν την επιφάνεια και να εισδύσουν στην πανηγυριζόμενη δόξα του διδασκάλου Χριστού, της Σοφίας και Λόγου του Θεού, της πηγής του ακενώτου ύδατος.  Συνέβη με αυτή κάτι ανάλογο με εκείνο που συνέβη με τους περίφημους ναούς της του Θεού Σοφίας, που αντί να τιμώνται στο όνομα του Χριστού ως Σοφίας του Θεού, προς τιμήν του οποίου ανεγέρθησαν, κατήντησαν, για τους ιδίους λόγους, να πανηγυρίζουν στην εορτή της Πεντηκοστής η του αγίου Πνεύματος η της αγίας Τριάδος η των Εισοδίων η της Κοιμήσεως της Θεοτόκου η και αυτής της μάρτυρος Σοφίας και των τριών θυγατέρων της Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.
Στοιχεία από το βιβλίο του Ι. Μ. Φουντούλη, «Λογική λατρεία»– ολόκληρο το κείμενο στον Θησαυρό Γνώσεων και Ευσεβείας -εικόνες από saint.gr