Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

Αγία Κασσιανή, η μεγάλη ποιήτρια του Βυζαντίου

 



ΑΓΙΑ ΚΑΣΣΙΑΝΗ Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

Η γυναίκα καταξιώθηκε, για πρώτη φορά, στον Χριστιανισμό και αναδείχτηκε ως ισότιμο, με τον άνδρα, ανθρώπινο πρόσωπο. Τρανή απόδειξη η ανάδειξη μυριάδων αγίων γυναικών, οι οποίες συναγωνίστηκαν επάξια τους άνδρες αγίους σε αγιότητα και αξιοσύνη. Μια από αυτές υπήρξε η αγία Κασσιανή, η λόγια μοναχή, η φημισμένη ποιήτρια και υμνογράφος του Βυζαντίου.

Το όνομά της απαντάται ως Κασσιανή ή Κασ(σ)ία, ή Εικασία, ή Ικασία. Γεννήθηκε περί το 805 – 810 στην Κωνσταντινούπολη από οικογένεια επιφανών φεουδαρχών. Ο πατέρας της ήταν εξέχον μέλος της αυτοκρατορικής αυλής και είχε τον τίτλο του Κανδιδάτου. Οι γονείς της φρόντισαν να της παράσχουν λαμπρές σπουδές. Η υψηλή της μόρφωση, η σπάνια ομορφιάς της και τα σωματικά και ψυχικά της χαρίσματα, την ανέδειξαν ως μια από τις πλέον χαρισματικές κοπέλες του Βυζαντίου και περιζήτητη νύφη για τους ευγενείς νέους της Βασιλεύουσας. Οι βιογράφοι της Συμεών ο Μεταφραστής, Γεώργιος Αμαρτωλός και Λέων ο Γραμματικός, αναφέρουν πως υπήρξε υποψήφια νύφη του αυτοκράτορα Θεόφιλου (829-842). Σύμφωνα με το χρονικό, η μητέρα του Θεόφιλου Ευφροσύνη οργάνωσε τελετή επιλογής νύφης για τον αυτοκράτορα στο παλάτι, στην οποία πήρε μέρος και η όμορφη και καλλιεργημένη αρχοντοπούλα Κασσιανή. Το γεγονός αυτό τοποθετείται ανάμεσα στα έτη 821 – 830. Σύμφωνα με το τελετουργικό, περνούσαν μπροστά από τον αυτοκράτορα οι υποψήφιες νύφες και ο αυτοκράτορας εξέταζε την εξωτερική τους εμφάνιση και την πνευματική τους καλλιέργεια. Όταν κατέληγε, έδινε ένα χρυσό μήλο στην υποψήφια της αρεσκείας του.

Όταν ήρθε η σειρά τη Κασσιανής να περάσει μπροστά από τον Θεόφιλο, εκείνος έμεινε έκθαμβος από την σωματική της ομορφιά και θέλησε να δοκιμάσει και την πνευματική της καλλιέργεια και το ήθος της. Της απεύθυνε το εξής: «Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα» δηλαδή: «από μία γυναίκα έχουν προέλθει οι συμφορές στην ανθρωπότητα», εννοώντας την παρακοή της Εύας. Τότε η Κασσιανή του αποκρίθηκε με στόμφο: «Αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττω», δηλαδή «όμως και από μια άλλη γυναίκα πηγάζουν οι ευλογίες για την ανθρωπότητα», εννοώντας το ρόλο της Θεοτόκου στη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.

Ο διάλογος αυτός και ο σπάνιος αυθορμητισμός της Κασσιανής πλήγωσε προφανώς τον εγωισμό και την υπεροψία του Θεόφιλου. Περισσότερο όμως τον θορύβησε η διαφαινόμενη δυναμικότητά της. Γι’ αυτό την απέρριψε και επέλεξε ως σύζυγό του την σεμνή αρχοντοπούλα Θεοδώρα από την Παφλαγονία.

Πολλοί μελετητές θεωρούν το γεγονός αυτό ανύπαρκτο, υποστηρίζοντας ότι το δημιούργησαν οι υποστηρικτές των Ιερών Εικόνων, προκειμένω να μειώσουν τον εικονομάχο Θεόφιλο και να εξυψώσουν την Θεοδώρα, η οποία αναστήλωσε οριστικά τις Ιερές Εικόνες το 843 και έβαλε τέλος στην εκατονταετή εικονομαχική διαμάχη.

Μετά από λίγο καιρό η Κασσιανή επέλεξε τη μοναχική ζωή. Στα 843 ίδρυσε δικό της κοινόβιο στα περίχωρα, δυτικά της Κωνσταντινουπόλεως, έξω από τα δυτικά τείχη, όπου έγινε ηγουμένη. Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η απόφασή της να γίνει μοναχή ήταν αποτέλεσμα του πληγωμένου εγωισμού της για την μη επιλογή της ως σύζυγος του αυτοκράτορα. Όμως αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Η υπέροχη εκείνη κόρη ήταν αδύνατον να κανονίζει τη ζωή της με τέτοια ευτελή πάθη. Μια επιστολή του αγίου Θεοδώρου Στουδίτου έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η επιλογή της να γίνει μοναχή ήταν συνειδητή και απαλλαγμένη από φτηνά εγωιστικά κίνητρα. Μάλιστα είναι γνωστό ότι η Μονή της Κασσιανής είχε πνευματικούς δεσμούς με την περίφημη Μονή Στουδίου και ο άγιος Θεόδωρος τη γνώριζε καλά. Άλλωστε η Κασσιανή αποφάσισε να μονάσει υπερασπίζοντας την Κυρία Θεοτόκο, με την αυθόρμητη και σοφή απόκρισή της στον αυτοκράτορα.

Εκεί ασχολήθηκε με την πνευματική της τελείωση. Με προσευχή νηστεία, αγρυπνία και τον αγώνα της κατά των παθών της ανήλθε σε ανώτερα πνευματικά επίπεδα. Ταυτόχρονα με τον πνευματικό της αγώνα καλλιεργούσε και τη μεγάλη της αγάπη για την εκκλησιαστική ποίηση, ώστε αναδείχτηκε ως μια από τις μεγαλύτερες ποιητικές και υμνογραφικές φυσιογνωμίες της Εκκλησίας και της παγκοσμίου λογοτεχνίας.

Δυστυχώς οι πληροφορίες μας είναι σχεδόν ανύπαρκτες για την κατοπινή ζωή της και μόνο από τα ποιήματά της παίρνουμε κάποιες πληροφορίες. Λέγεται ότι ταξίδεψε στα τέλη της ζωής της ως τη Ρώμη και την Κρήτη και τη Κάσο, όπου κοιμήθηκε ειρηνικά το 890. Η Εκκλησία μας εκτιμώντας την αγία ζωή της και την ανεκτίμητη προσφορά της στην υμνογραφία της, την κατέταξε στους αγίους και όρισε να εορτάζεται η μνήμη της στις 7 Σεπτεμβρίου.

Στην αγία Κασσιανή αποδίδονται αρκετοί ύμνοι της Εκκλησίας μας. Ξεχωρίζουμε το τετραώδιο του περίφημου κανόνα του Μεγάλου Σαββάτου. Της αποδίδονται επίσης 21 Στιχηρά Ιδιόμελα, σε Δεσποτικές, Θεομητορικές και εορτές Αγίων. Συνέγραψε επίσης μια σειρά από 789 θαυμαστά επιγράμματα, με τον χαρακτηρισμό «Γνώμαι», σε βυζαντινό 12σύλλαβο ρυθμό. Σ’ αυτά περιγράφονται και στιγματίζονται ανθρώπινα πάθη, όπως η φιλαργυρία, το ψεύδος, η απάτη κ.α. και εξαίρονται ανθρώπινες αρετές και δεξιότητες, όπως η αγάπη, η φιλία, η εξυπνάδα, η σύνεση κλπ.

Όμως η αγία Κασσιανή είναι γνωστή κυρίως για το θαυμάσιο ομώνυμο τροπάριό της, «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή». Το εξαίσιο δοξαστικό των αποστίχων του όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης, το οποίο ψάλλεται το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης. Σε αυτό κάνει λόγο, σε πρώτο ενικό πρόσωπο, για την αμαρτωλή γυναίκα, η οποία, αφού μετανόησε, ένιψε τα πόδια του Χριστού με ακριβά μύρα, τα έπλυνε με τα δάκρυά της και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Πρόκειται για σπάνια μεγαλοφυή ποιητική σύνθεση, ένα αληθινό αριστούργημα λόγου, υψηλής θεολογίας και σοφίας, το οποίο εντάσσεται στα σπουδαιότερα ποιήματα όλων των εποχών. Επειδή η αγία ποιήτρια μεταχειρίζεται πρώτο ενικό πρόσωπο στον ύμνο, κάποιοι αμαθείς, χαρακτήρισαν την ίδια ως αμαρτωλή και γι’ αυτό είναι παρεξηγημένη, μη έχοντας αυτό σχέση με την αλήθεια.

Αγία Πουλχερία: Η ευσεβής Αυγούστα του Βυζαντίου

 



ΑΓΙΑ ΠΟΥΛΧΕΡΙΑ: Η ΕΥΣΕΒΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

Ανάμεσα στη χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας υπάρχουν και πολλοί βασιλείς, αυτοκράτορες και μέλη των ανακτόρων, οι οποίοι δεν αλλοτριώθηκαν από την εξουσία. Ενέταξαν την εγκόσμια δόξα στη δόξα του Θεού και στη διακονία της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και ανακηρύχτηκαν άγιοι για την προσφορά τους στο εκκλησιαστικό σώμα. Μια από αυτούς υπήρξε και η αγία Πουλχερία, η ευσεβής Αυγούστα του Βυζαντίου.

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 399. Ήταν η μεγαλύτερη κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395-408) και της Ευδοξίας και αδελφή του Θεοδοσίου Β΄ (408-450). Είχε δε την τιμή να λάβει το άγιο Βάπτισμα από τον ιερό Χρυσόστομο. Αν και βρέθηκε μέσα στην χλιδή των ανακτόρων και συναναστρέφονταν και με ραδιούργους παλατιανούς, είχε καλλιεργήσει στην ψυχή της βαθειά πίστη στο Θεό και απόκτησε σπάνιες αρετές.

Μετά το θάνατο του πατέρα της Αρκαδίου, το 408, η Πουλχερία, εννέα μόλις ετών, ανάλαβε την κηδεμονία του επτάχρονου αδελφού της Θεοδοσίου Β΄, ο οποίος ανάλαβε τον αυτοκρατορικό θρόνο, ως ο νόμιμος διάδοχος του πατέρα τους. Παρά το παιδικό της ηλικίας της, τη διέκρινε σπάνια ωριμότητα και σωφροσύνη. Το πρώτο, που έκαμε ήταν να διαπλάσει το χαρακτήρα του αδελφού της, ώστε να βασιλέψει θεοφιλώς. Του παραστάθηκε με αφοσίωση και προσπάθησε να σταλάξει στην ψυχή του τις αρχές της χριστιανικής πίστεως και να του καλλιεργήσει τις ευαγγελικές αρετές. Τον ήθελε να ξεχωρίζει από τους άλλους ηγεμόνες της εποχής του, οι οποίοι μεθούσαν από την εξουσία και συμπεριφέρονταν με αλαζονεία και τυραννία στους υπηκόους τους. Θεωρούσε την βασιλική και κάθε άλλη εξουσία ως διακονία, έχοντας υπόψη της τα λόγια του Χριστού: «ος αν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος αν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος» (Μαρκ.9,42-44).

Όμως ο Θεοδόσιος δεν διέθετε τα απαιτούμενα προσόντα να επιτελέσει τα υψηλά του καθήκοντα, σε αντίθεση με την Πουλχερία, η οποία διακρινόταν για την δυναμικότητά της, τη σωφροσύνη της και την αξιολογότατη μόρφωσή της. Διέθετε μια σπάνια σωματική ομορφιά και έναν πλουσιότατο ψυχικό κόσμο. Σπούδασε τις επιστήμες της εποχής της και μιλούσε, εκτός από τη λατινική γλώσσα, και την ελληνική. Θαύμαζε τον ελληνικό πολιτισμό και μελετούσε τους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους. Ήταν αξιολάτρευτη για την πραότητά της, την ευγένειά της, την ανεκτικότητά της, τη σεμνότητά της και την έκδηλη αγάπη της για το λαό.

Το 414, σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών αναδείχτηκε Αυγούστα, με τη θέληση του αδελφού της Θεοδοσίου. Υπήρξε δε πραγματικός ηγεμόνας του απέραντου βυζαντινού κράτος, ως το τέλος της βασιλείας του Θεοδοσίου (450), το οποίο σημείωσε ημέρες δόξας, χάρις στην συγκυβέρνηση με την δυναμική και σώφρονα Πουλχερία. Η ίδια αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο Θεό και στο λαό. Αποφάσισε να μείνει σε όλη τη στη ζωή παρθένος και γι’ αυτό φορούσε συνεχώς τη μοναχική καλύπτρα. Προσευχόταν και νήστευε, μη συμμετέχοντας στα πολυτελή τραπέζια του παλατίου. Παράλληλα άρχισε την αναδιοργάνωση του κράτους με την εποπτεία της. Αναδιοργάνωσε το στρατό, εξασφαλίζοντας εξωτερική ασφάλεια και ευημερία στους υπηκόους. Σε κάθε της απόφαση προηγούνταν θερμή προσευχή στο Θεό. Φρόντισε δε να έχει κοντά της ευσεβείς και ειδήμονες συμβούλους όλα τα χρόνια της εξουσία της.

Ασκούσε μεγάλη επιρροή στον αδελφό της αυτοκράτορα Θεοδόσιο, στερούμενος, όπως προαναφέραμε, προσόντων και αποφασιστικότητας, στην οποία άκουε και υπολήπτονταν και έτρεφε για το πρόσωπό της απεριόριστη εμπιστοσύνη. Ο δε λαός την υπεραγαπούσε, για τη συνετή και φιλολαϊκή της διακυβέρνηση.

Η αγάπη της για την ελληνική παιδεία και τον ελληνικό πολιτισμό την ώθησε να νυμφεύσει τον Θεοδόσιο, με τη λόγια κόρη του αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου Αθηναΐδα, η οποία έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, βαπτίσθηκε και ονομάστηκε Ευδοκία. Σκοπός της Πουλχερίας ήταν να μεταλαμπαδευτεί στη Βασιλεύουσα ο ελληνικός πολιτισμός. Και πράγματι, η Αθηναΐδα έφερε μαζί της εκατοντάδες φιλοσόφους και διδασκάλους, οι οποίοι μετέβαλαν την Κωνσταντινούπολη σε «μικρή Αθήνα». Μεγάλης σημασίας γεγονός υπήρξε η ίδρυση, το 425, με τη φροντίδα της Πουλχερίας και την αρωγή της Ευδοκίας, το φημισμένο «Πανδιδακτήριο» (Πανεπιστήμιο) της Κωνσταντινουπόλεως, το πρώτο οργανωμένο πανεπιστήμιο της Ευρώπης και του κόσμου! Επίσης σημαντικό γεγονός υπήρξε και η καθιέρωση της ελληνικής γλώσσας, ως επίσημης γλώσσας του κράτους. Τα δύο αυτά μεγάλα γεγονότα υπήρξαν η απαρχή για τον εξελληνισμό του Ρωμαϊκού κράτους.

Η Πουλχερία πρωτοστάτησε και για την περιφρούρηση της ορθοδόξου πίστεως. Με δική της δυναμική παρέμβαση, πέτυχε να πείσει τον Θεοδόσιο να συγκαλέσει την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (431), η οποία καταδίκασε την αίρεση του Νεστορίου. Φρόντισε ακόμα να χτίσει λαμπρούς ναούς, όπως το ναό των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη και μοναστήρια, όπως τις Μονές Εσφιγμένου και Ξηροποτάμου στο Άγιον Όρος. Ίδρυσε πλήθος ευαγών ιδρυμάτων (νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, κλπ), όπου έβρισκαν ανακούφιση χιλιάδες ενδεείς. Το 438 φρόντισε να αρθεί μια μεγάλη αδικία που διέπραξαν οι γονείς της Αρκάδιος και Ευδοξία. Να αποκαταστήσει τη μνήμη του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και να μεταφέρει τα λείψανά του στη Βασιλεύουσα, παρακαλώντας γονατιστή τον άγιο να συγχωρήσει τους διώκτες του γονείς της.

Οι αιρετικοί νεστοριανοί την μισούσαν θανάσιμα και πέτυχαν με συκοφαντίες, να την απομακρύνουν από το θρόνο, αλλά για λίγο, διότι το 450 πέθανε ο Θεοδόσιος και έμεινε αυτή, ως η μόνη νόμιμη διάδοχος του θρόνου. Όντας 52 ετών νυμφεύτηκε τον ευσεβή συγκλητικό Μαρκιανό (450-457), στον οποίο παρέδωσε το θρόνο, με την προϋπόθεση να σεβαστεί την απόφασή της να μείνει παρθένα. Εκείνος σεβάστηκε την απόφασή της, διότι ήταν το ίδιο θεοσεβής με την Πουλχερία. Το 451 συγκάλεσαν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα, η οποία καταδίκασε την αίρεση του μονοφυσιτισμού. Ο Μαρκιανός και η Πουλχερία είχαν μια σύντομη βασιλεία, την οποία αφιέρωσαν στη στήριξη της Ορθοδοξίας και στην φιλανθρωπία.

Το 453 σε ηλικία πενήντα τεσσάρων ετών κοιμήθηκε ειρηνικά η Πουλχερία, αφιερώνοντας την περιουσία της στους φτωχούς. Τη θρήνησε ολόκληρη η αυτοκρατορία και η Εκκλησία την ανακήρυξε αγία. Η μνήμη της εορτάζεται στις 10 Σεπτεμβρίου. Ο Μαρκιανός κοιμήθηκε το 457 και ανακηρύχτηκε και αυτός άγιος.