Παρασκευή 12 Ιουνίου 2020

Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός

Δύο μινιατούρες σε περγαμηνή, 33,5x25 cm, από τις Θεολογικές πραγματείες του Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνού.
Το χειρόγραφο αυτό γράφτηκε από τον πρώην αυτοκράτορα (όταν ήταν μοναχός) και περιέχει τέσσερις θεολογικές πραγματείες και τέσσερις μινιατούρες και αποτελείται από 437 φύλλα. Χρονολογείται περίπου το 1370-1375 και βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, στο Παρίσι.
Στην αριστερή μινιατούρα βλέπουμε διπλή προσωπογραφία του Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνού  ως αυτοκράτορα και ως μοναχού.
Στο κέντρο βλέπουμε σε λεπτομέρεια το πρόσωπο του Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνού, ως αυτοκράτορα,  από την ίδια μινιατούρα αριστερά.
Στη δεξιά μινιατούρα βλέπουμε τον αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό να προεδρεύει στο Συμβούλιο του 1351,  ο οποίος προσπάθησε να λύσει τις ατελείωτες θρησκευτικές διαμάχες που έπληξαν την αυτοκρατορία.
Ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός, ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας και ιστορικός ο οποίος κάθισε στο θρόνο από το 1341 μέχρι την εκούσια παραίτησή του το 1354. Τυπικά όμως, στέφθηκε αυτοκράτορας μόλις το 1347, ως συν-αυτοκράτορας του Ιωάννη Ε’, διότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε από το θάνατο του Ανδρόνικου Γ’ μέχρι το 1347, δεν υπήρχε επίσημος εστεμμένος αυτοκράτορας, αφού ο τελευταίος αυτοκράτορας δεν είχε ορίσει διάδοχο. Η απρονοησία του Ανδρόνικου Γ’ να ορίσει διάδοχο έφερε το κράτος σε ένα επικίνδυνο καθεστώς ακυβερνησίας. Ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Ε’ δεν είχε στεφθεί συν-αυτοκράτορας και έτσι δημιουργήθηκε σοβαρό πολιτικό πρόβλημα, το οποίο έσπευσαν να εκμεταλλευτούν διάφοροι παράγοντες της εξουσίας, όπως η αυτοκράτειρα και χήρα του Ανδρόνικου Άννα της Σαβοΐας, ο φιλόδοξος Πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας και ο στρατηγός Αλέξιος Απόκαυκος. Μόνος εγγυητής της ομαλότητας σε αυτό το χάος ήταν ο έντιμος και πιστός Ιωάννης Καντακουζηνός, ο οποίος είχε σταθεί στο πλευρό του αυτοκράτορα μέχρι το τέλος, και ο οποίος αρχικά προσπάθησε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα του νεαρού Ιωάννη, στο τέλος όμως βρέθηκε αντιμέτωπος μαζί του. Όντας συχνά σε εκστρατείες, ήταν εύκολος στόχος των μηχανορραφιών της Κωνσταντινούπολης.
Ο Δεύτερος Εμφύλιος των Βυζαντινών ξεκινά το 1341 και στη διάρκειά του οι αντίπαλες πλευρές αναγκάστηκαν να συνάψουν συμμαχίες με εχθρούς του Βυζαντίου, όπως το Στέφανο Δουσάν της Σερβίας ο οποίος άλλαξε στρατόπεδα κατά τα ίδια συμφέροντα, αλλά ακόμα και τους ίδιους τους Τούρκους, τους οποίους έφεραν ως επιδιαιτητές οι ίδιοι οι Βυζαντινοί στην καθαρά εσωτερική αυτή υπόθεση. Παράλληλα, ξόδεψαν κάθε ίχνος χρυσού που υπήρχε διαθέσιμο, με χαρακτηριστικό δείγμα την κατάθεση των αυτοκρατορικών κοσμημάτων σε βενετικό ενεχυροδανειστήριο από την Άννα της Σαβοΐας (μητέρας του Ιωάννη Ε’), έναντι ευτελούς ποσού.
Πιο συγκεκριμένα, ο Βυζαντινός εμφύλιος πόλεμος 1341-47, μερικές φορές αναφερόμενος ως Δεύτερος Παλαιολόγειος Εμφύλιος Πόλεμος, ήταν μια σύγκρουση που ξέσπασε μετά το θάνατο του Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου για την κηδεμονία του εννιάχρονου γιου και διαδόχου του, Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου. Ενέπλεξε από την μία πλευρά τον κύριο συνεργάτη του Ανδρόνικου Γ’, Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό, και από την άλλη την αντιβασιλεία υπό την αυτοκράτειρα Άννα της Σαβοΐας, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη ΙΔ’ Καλέκα, και τον μέγα δούκα Αλέξιο Απόκαυκο. Ο πόλεμος πόλωσε την Βυζαντινή κοινωνία διαχωρίζοντας τις κοινωνικές τάξεις, με την αριστοκρατία να υποστηρίζει τον Καντακουζηνό και τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις να υποστηρίζουν την αντιβασιλεία. Σε μικρότερο βαθμό, η σύγκρουση απέκτησε και θρησκευτική χροιά. Το Βυζάντιο είχε εμπλακεί στη διαμάχη του Ησυχασμού, και η τήρηση του μυστικιστικού δόγματος του Ησυχασμού συχνά ταυτιζόταν με υποστήριξη προς τον Καντακουζηνό.
Ως βασικός συνεργάτης και πιο στενός φίλος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’, ο Καντακουζηνός ανέλαβε την κηδεμονία του ανήλικου Ιωάννη Ε’ μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, τον Ιούνιο του 1341. Ενώ όμως ο Καντακουζηνός ήταν απών από την Κωνσταντινούπολη το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ένα πραξικόπημα με επικεφαλής τον Αλέξιο Απόκαυκο και τον Πατριάρχη Ιωάννη ΙΔ’ εξασφάλισε την υποστήριξη της αυτοκράτειρας Άννας και καθιέρωσε μια νέα αντιβασιλεία. Σε απάντηση, ο στρατός και οι οπαδοί του Καντακουζηνού τον ανακήρυξαν συν-αυτοκράτορα τον Οκτώβριο, επιβεβαιώνοντας το χάσμα μεταξύ του ιδίου και της νέας αντιβασιλείας, το οποίο κλιμακώθηκε αμέσως σε ένοπλη σύγκρουση.
Κατά τα πρώτα χρόνια του πολέμου, οι δυνάμεις της αντιβασιλείας επικράτησαν. Στον απόηχο διαφόρων αντιαριστοκρατικών εξεγέρσεων, κυρίως αυτή των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη, η πλειοψηφία των πόλεων της Θράκης και της Μακεδονίας τέθηκαν υπό τον έλεγχο της αντιβασιλείας. Με τη βοήθεια του Στεφάνου Δουσάν της Σερβίας και του Ουμούρ Μπέη του Αϊδινίου, ο Καντακουζηνός σταδιακά αντέστρεψε την κατάσταση. Μέχρι το 1345, παρά την αποστασία του Δουσάν και την απόσυρση του Ουμούρ, ο Καντακουζηνός απέκτησε το πάνω χέρι και το διατήρησε με τη βοήθεια του Ορχάν, κυβερνήτη του Οθωμανικού εμιράτου. Η δολοφονία τον Ιούνιο του 1345 του μέγα δούκα Απόκαυκου, του βασικού ιθύνοντα νου της αντιβασιλείας, της επέφερε ένα σοβαρό πλήγμα. Επισήμως εστεμμένος ως αυτοκράτορας στην Αδριανούπολη το 1346, ο Καντακουζηνός εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη στις 3 Φεβρουαρίου 1347. Κατόπιν συμφωνίας θα κυβερνούσε για δέκα χρόνια ως πρώτος αυτοκράτορας και αντιβασιλέας για τον Ιωάννη Ε’, έως ότου αυτός να ενηλικιωθεί και να κυβερνήσει ως ίσος.
Η διαμάχη τελείωσε το 1347, με πρώτο αυτοκράτορα τον ανήλικο Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο και συν-αυτοκράτορα τον Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό. Οι εμφύλιες συγκρούσεις, όμως, έληξαν οριστικά μόνο όταν ο δεύτερος παραιτήθηκε από το θρόνο το 1354, και εκάρη μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ, αφήνοντας μόνο ηγέτη το νεαρό Παλαιολόγο.
Οι συνέπειες της παρατεταμένης σύγκρουσης αποδείχθηκαν καταστροφικές για την Αυτοκρατορία, η οποία είχε ανακτήσει μια σχετική σταθερότητα υπό το Ανδρόνικο Γ’. Επτά χρόνια πολέμου, η επιδρομές των διαφόρων στρατών, η κοινωνική αναταραχή, και η έλευση του Μαύρου Θανάτου κατέστρεψε το Βυζάντιο και το κατέστησε σκιά του εαυτού του. Η σύγκρουση επίσης επέτρεψε στον Δουσάν να κατακτήσει την Αλβανία, την Ήπειρο και το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, όπου ίδρυσε τη Σερβική Αυτοκρατορία. Η Β’ Βουλγαρική Αυτοκρατορία απέκτησε επίσης έδαφος βόρεια του ποταμού Έβρου.
Τις ημέρες βασιλείας του Καντακουζηνού, ξέσπασε και η ησυχαστική διαμάχη που δίχασε τον ορθόδοξο λαό και κλήρο. Αντίπαλοι στην έριδα αυτή, ο Γρηγόριος Παλαμάς από την πλευρά των ησυχαστών και ο Νικηφόρος Γρηγοράς από τους ενάντιους. Η έριδα αυτή, αν και βαθειά θεωρητική, αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα που προσετέθη στα λοιπά δεινά του κράτους, αφού δηλητηρίασε την κοινωνική ειρήνη για πολλά χρόνια. Κατά την υπερχιλιόχρονη βυζαντινή παράδοση, ο ίδιος ο αυτοκράτορας κλήθηκε να το αντιμετωπίσει το θέμα, με την σύγκλιση 4 διαδοχικών συμβουλίων και τελική έκβαση τη δικαίωση του ησυχαστικού κινήματος το 1349.
Επίσης, το 1347 ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη επιδημία πανούκλας, που οδήγησε στο θάνατο, κατά ορισμένες εκδοχές, έως και τα 8/9 του πληθυσμού της Βασιλεύουσας. Τον ίδιο καιρό, σημειώθηκαν διαμάχες μεταξύ των Βενετών και Γενουατών, με πεδίο μάχης την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Προσπαθώντας να επιλύσει το πρόβλημα που του προκαλούσε αυτή η αναταραχή, ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπέστη οδυνηρή ναυτική ήττα από τους Γενουάτες στον Κεράτιο το 1349. Νέα μάχη το 1352 είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Μελανότερο ίσως σημείο της διακυβέρνησής του είναι η συμμαχία του με το Σουλεϊμάν πασά, σε εκστρατεία κατά του Ιωάννη Ε’, ο οποίος πολιορκούσε την Αδριανούπολη ενάντια στο διοικητή της, γιο του ίδιου του Καντακουζηνού. Οι τουρκικές ορδές επιδόθηκαν στις γνωστές τους συνήθειες των σφαγών και της λεηλασίας, πράξεις που στα μάτια των Βυζαντινών υπηκόων έγιναν με τη συγκατάθεση ή έστω την ανοχή του συν-αυτοκράτορά τους.
Το 1354, η ερημωμένη από καταστροφικό σεισμό Καλλίπολη εποικήθηκε από Τούρκους του Σουλεϊμάν, οι οποίοι (προσκεκλημένοι του ίδιου του Καντακουζηνού) διαπίστωσαν και μόνοι τους τον πλούτο και την ευφορία της Θράκης. Έτσι, πατούν για πρώτη φορά πόδι με αξιώσεις στην ίδια την ευρωπαïκή γη, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την ίδια τη Βασιλεύουσα.
Συμμετέχοντας ενεργά στη διακυβέρνηση για περισσότερα από 25 χρόνια, αλλά εστεμμένος αυτοκράτορας μόλις για επτά, ο Ιωάννης Καντακουζηνός είναι σημαντική μορφή ανάμεσα στους Βυζαντινούς ηγέτες. Προικισμένος με πλείστα από τα προσόντα που απαιτούνται για έναν άξιο αυτοκράτορα, βρέθηκε να έχει τα ηνία του κράτους υπό τόσο δυσμενείς διεθνείς συγκυρίες, που πιθανόν άλλος, λιγότερο ικανός, να μην είχε καταφέρει να το διασώσει. Είναι χαρακτηριστικό ότι αν και ποτέ δεν αμφισβήτησε επίσημα την πρωτοκαθεδρία τού Ιωάννη Ε’ στο θρόνο, βρέθηκε μονίμως κατηγορούμενος για έλλειψη αφοσίωσης σε αυτόν, με αποτέλεσμα μακροχρόνιες εμφύλιες διαμάχες οι οποίες συνέθλιψαν οικονομικά αλλά και πολιτικά το Βυζάντιο.
Ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός, άφησε την τελευταία του πνοή, στον Μυστρά, στις 15 Ιουνίου του 1383.

Κωνσταντίνος Α' ο Μέγας


Ο Μέγας Κωνσταντίνος προσφέρει την Κωνσταντινούπολη στην Παναγία. Λεπτομέρεια ψηφιδωτού από τη νοτιοδυτική είσοδο της Αγια Σοφιάς.
Με λίγα λόγια…
Ο Φλάβιος Βαλέριος Αυρήλιος Κωνσταντίνος, από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της ιστορίας, υπήρξε σίγουρα σπουδαίος θεμελιωτής. Θεμελίωσε τη νέα πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους, μια νέα δυναστεία, αλλά και μια νέα θρησκεία, που έμελλε να μονοπωλήσει το λατρευτικό στερέωμα της Ύστερης Αρχαιότητας. Αν και στα πρώιμα στάδια της καριέρας του και της ζωής του ενεπλάκη σε εμφύλιους πολέμους και ενδοοικογενειακές διαμάχες που κατέληξαν σε λουτρά αίματος, στη συνέχεια μεταμελήθηκε και αγιοποιήθηκε από τη χριστιανική Εκκλησία, την οποία φαίνεται ότι προστάτεψε ενεργά, βγάζοντάς την από την παρανομία. Ο βιογράφος του, ο Ευσέβιος της Καισαρείας, φρόντισε να απαλύνει τα ζοφερά σημεία και να τονίσει τα λαμπερά στοιχεία της προσωπικότητάς του και η Ιστορία, που αγαπά τις εκρηκτικές προσωπικότητες, του χάρισε το επίθετο Μέγας.

Και με πιο πολλά…
Ρωμαίος αυτοκράτορας (324-337). Ονομάστηκε Μέγας για το πολυσύνθετο έργο του, που επηρέασε άμεσα ή έμμεσα την παγκόσμια ιστορία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο και Ισαπόστολο, επειδή υποστήριξε παντοιοτρόπως τον Χριστιανισμό. Η μνήμη του συνεορτάζεται μαζί με αυτή της μητέρας του Αγίας Ελένης στις 21 Μαΐου. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν τον έχει εντάξει στη χωρεία των Αγίων της, επειδή η ιστορική έρευνα του χρεώνει τη διαταγή για τη δολοφονία του γιου του Κρίσπου και της δεύτερης γυναίκας του Φαύστας (Κρίσπος και Φαύστα πρέπει να είχαν ερωτική σχέση, σύμφωνα τα νεώτερα ιστορικά δεδομένα).
Ο Φλάβιος Βαλέριος Αυρήλιος Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Aurelius Constantinus) γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 272 στην Ναϊσσό της Άνω Μοισίας (σήμερα Νις Σερβίας) και ήταν γιος του ρωμαίου αξιωματικού Κωνστάντιου Χλωρού και της συζύγου ή παλλακίδας του Ελένης. Έμαθε τα εγκύκλια γράμματα κοντά στον πατέρα του και από νεαρής ηλικίας κατατάχθηκε στον ρωμαϊκό στρατό, όπου διακρίθηκε για τις διοικητικές του ικανότητες και την εν γένει προσωπικότητά του. Η προώθηση του πατέρα του στα ανώτατα κλιμάκια της αυτοκρατορίας βοήθησε και τη δική του ανέλιξη στη στρατιωτική ιεραρχία της Ρώμης.
Το 305 ακολούθησε τον πατέρα του στην εκστρατεία του στη Μεγάλη Βρετανία και μετά τον θάνατό του (7 Ιουλίου του 306) ανακηρύχθηκε από τα στρατεύματα διάδοχός του με τον τίτλο του Αυγούστου στο Εβόρακο (σήμερα Γιορκ). Σε μία περίοδο μεγάλων εντάσεων στην αυτοκρατορία εξαιτίας της πολυαρχίας, ο Κωνσταντίνος θέλησε να γίνει κυρίαρχος πρώτα στο Δυτικό τμήμα και στη συνέχεια στο Ανατολικό. Γι’ αυτό έπρεπε πρώτα να επικρατήσει του άλλου Αύγουστου της Δύσης, του Μαξέντιου.
Οι στρατοί του Κωνσταντίνου και του Μαξέντιου συναντήθηκαν τον Οκτώβριο του 312 στα περίχωρα της Ρώμης, κοντά στη Μουλβία γέφυρα του Τίβερη. Την παραμονή της μάχης, στις 27 Οκτωβρίου, ο Κωνσταντίνος είδε το περίφημο όραμά του, σύμφωνα με το οποίο ακτίνες φωτός σχημάτισαν στον ουρανό ένα σταυρικό σύμπλεγμα με τη φράση “Εν τούτω Νίκα”. Το περιστατικό αυτό, το οποίο το θεώρησε ως “θεία έμπνευση”, σε συνδυασμό με τις στρατιωτικές του ικανότητες, τον οδήγησαν την επομένη (28 Οκτωβρίου) σε μία περήφανη νίκη επί του Μαξέντιου, που τον κατέστησε κυρίαρχο της Δύσης.
Παρότι δεν είχε την παραμικρή σχέση με τον Χριστιανισμό, διείδε τη δυναμική της θρησκείας αυτής και αποφάσισε να την υιοθετήσει και να την εντάξει στην πολιτική του. Το 313 υπέγραψε με τον σύμμαχό του στην Ανατολή Λικίνιο το “Διάταγμα των Μεδιολάνων”, με το οποίο κατοχυρωνόταν η αρχή της ανεξιθρησκείας και της θρησκευτικής ελευθερίας στην επικράτειά του. Το έδαφος είχε προετοιμαστεί από το 311 με το διάταγμα του αυτοκράτορα Γαλέριου, που έπαυε τους διωγμούς κατά των χριστιανών.
Οι φιλοδοξίες του Κωνσταντίνου δεν σταματούσαν με την επικράτησή του στη Δύση. Ήθελε να κυριαρχήσει σε όλη την αυτοκρατορία και γι' αυτό πολύ γρήγορα ήλθε σε σύγκρουση με τον σύμμαχό του στην Ανατολή και γαμπρό του Λικίνιο (Ο Λικίνιος ήταν σύζυγος της αδελφής του Κωνσταντίνου, Κωνσταντίας). Ο Κωνσταντίνος επικράτησε σε σειρά μαχών και ναυμαχιών και το 324 έγινε κυρίαρχος σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.
Μετά την επικράτησή του, κύριο μέλημα του Κωνσταντίνου ήταν η ανόρθωση της παραπαίουσας αυτοκρατορίας. Με μία σειρά μεταρρυθμίσεων που πραγματοποίησε, αποκατέστησε την ενότητα της αυτοκρατορικής εξουσίας και περιόρισε τις κεντρόφυγες τάσεις, με την κατάργηση των αξιωμάτων του Αύγουστου και του Καίσαρα, ενώ περιόρισε σημαντικά τις εξουσίες της Συγκλήτου. Στο οικονομικό πεδίο, έκοψε νέο νόμισμα, το σόλιδο και προέβη σε μαζικές αγορές χρυσού, που όχι μόνο το σταθεροποίησαν, αλλά το κατέστησαν το σταθερότερο νόμισμα στη διεθνή αγορά μέχρι τον 11ο αιώνα. Στο διοικητικό πεδίο, η μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη, ήταν καθοριστικής σημασίας για τη ριζική ανανέωση της αυτοκρατορίας που επιδίωκε ο Κωνσταντίνος. Τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας έγιναν με ιδιαίτερη λαμπρότητα στις 11 Μαΐου του 330.
Η εύνοια του Κωνσταντίνου προς την εκκλησία εκδηλώθηκε με το σταθερό του ενδιαφέρον για την αποκατάσταση της εσωτερικής της ενότητας, που είχε διαρρηχθεί από την αίρεση του Αρειανισμού. Γι’ αυτό το λόγο συγκάλεσε το 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας την Α' Οικουμενική Σύνοδο, που καθόρισε το δόγμα του Χριστιανισμού (“Πιστεύω”). Λίγο πριν από τον θάνατό του στις 22 Μαΐου του 337, ο  Κωνσταντίνος βαπτίστηκε χριστιανός.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε νυμφευθεί δύο φορές: Το 303 τη Μινερβίνη, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Κρίσπο και το 307 τη Φαύστα, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά, τον Κωνσταντίνο, τον Κωνστάντιο, τον Κώνστα, την Κωνσταντίνα και την Ελένη. Το 326 ο Κωνσταντίνος έδωσε εντολή για τη δολοφονία του μεγαλύτερου γιου του Κρίσπου και της δεύτερης συζύγου του Φαύστας, επειδή, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, τους υποπτευόταν ότι διατηρούσαν ερωτική σχέση. Εξ΄ αυτού του λόγου, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν αναγνωρίζει τον Μέγα Κωνσταντίνο ως Άγιο.

Ιουστινιανός Β’ ο Ρινότμητος

Ο ακρωτηριασμός των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Ιουστινιανού Β’ και Φιλιππικού Βαρδάνη. Χειρόγραφη περγαμηνή (1413-1415) με χρώματα από τέμπερα, χρυσό χρώμα, φύλλα χρυσού και μελάνι,  (Μουσείο J. Paul Getty, Καλιφόρνια, Η.Π.Α.).
Ο Ιουστινιανός Β’, ο επονομαζόμενος Ρινότμητος, ήταν ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας από τη δυναστεία του Ηρακλείου, βασιλεύοντας από το 685 έως το 695 και πάλι από το 705 έως το 711.
Ο Ιουστινιανός Β’ ήταν γιος του Κωνσταντίνου Δ’ και στέφθηκε αυτοκράτορας σε ηλικία μόλις 17 ετών.
Γρήγορα θα δείξει τον ισχυρό του χαρακτήρα, την εξυπνάδα, τη διορατικότητα και τις μεγάλες διοικητικές ικανότητές του. Δυστυχώς όμως θα παρουσιάσει σημάδια σκληρότητας, που είχαν εκλείψει από τις ημέρες του Φωκά, καθώς και δείγματα διανοητικής ανισορροπίας, ανάλογα με αυτά που έδειξε ο Ηράκλειος προς το τέλος της ζωής του.
Το μόνο κοινό γνώρισμα που είχε με τον πατέρα του ήταν η γενναιότητα και η δραστηριότητα. Υπήρξε άνθρωπος εξαιρετικά βίαιος, εγωιστής, σκληρός και υπερβολικά φιλόδοξος. Στις σχέσεις του με τους Άραβες ακολούθησε εσφαλμένη πολιτική, γιατί υπέγραψε συνθήκη (688) με την οποία δεχόταν την αποχώρηση των Μαρδαιτών από το Λίβανο και τη Συρία στη Μικρά Ασία και στη Θράκη.
Το μόνο ευνοϊκό σημείο της συνθήκης ήταν η επανάληψη της υποχρέωσης των Αράβων να καταβάλλουν ετησίως στο Βυζάντιο 365.000 χρυσά νομίσματα, 365 δούλους και 365 καθαρόαιμους ίππους. Τον ίδιο χρόνο ο Ιουστινιανός Β’ επεχείρησε εκστρατεία κατά των Βουλγάρων και των Σλάβων. Τους μεν Βούλγαρους τους νίκησε και τους απομάκρυνε από την περιοχή του Έβρου, ενώ τους Σλάβους της Μακεδονίας τους υπέταξε, με δυσκολία βέβαια, και προχώρησε νικητής μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Εκεί πρόσφερε πλούσια δώρα στο ναό του Αγίου Δημητρίου του προστάτη της πόλης αυτής. Συνέλαβε αιχμαλώτους πολλούς Σλάβους τους οποίους μετέφερε και εγκατέστησε στην περιοχή της Βιθυνίας στο θέμα Οψικίου. Από αυτούς σχημάτισε ιδιαίτερο στρατιωτικό σώμα από 30.000 άντρες τους λεγόμενους Σκλαβησιάνους, οι οποίοι αποτέλεσαν χωριστό στρατιωτικό τάγμα. Αυτούς αργότερα τους έστειλε κατά των Αράβων αλλά δεν φάνηκαν πιστοί στο Βυζάντιο, γιατί το μεγαλύτερο μέρος τους εξαγοράστηκε από τους αντιπάλους. Εν τω μεταξύ οι καταπιέσεις του λαού από ανθρώπους του Ιουστινιανού και γενικότερα η ασύνετη πολιτική του προκάλεσαν τόση αντίδραση, ώστε οργανώθηκε εναντίον του λαϊκή εξέγερση επικεφαλής της οποίας ήταν ο στρατηγός Λεόντιος ο οποίος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας (695). Ο Ιουστινιανός συνελήφθη, «ερρινοκοπήθη» δηλαδή του έκοψαν τη μύτη και «εγλωσσοκοπήθη» δηλαδή του έκοψαν τη γλώσσα και εξορίστηκε στη Χερσώνα. Όμως εκεί δεν ησύχασε… Αφού μάταια προσπάθησε να βοηθηθεί από το λαό της Χερσώνος, έφυγε από εκεί, έφτασε στη Βουλγαρία και με τη βοήθεια των Βουλγάρων και έμπιστων φίλων του μέσα στην Κωνσταντινούπολη, κατόρθωσε να ξαναπάρει το θρόνο (705). Αμέσως διέταξε γενική σφαγή των αντιπάλων του αυτοκρατόρων Λεόντιου και Τιβέριου Β’ Αψίμαρρου, του στρατηγού Ηράκλειου και άλλων στρατιωτικών και πολιτικών. Τα εγκλήματα του Ιουστινιανού προκάλεσαν νέα εξέγερση στη Χερσώνα. Ο Αρμένιος στρατηγός της Χερσώνος Βαρδάνης ανακηρύσσεται αυτοκράτορας και παίρνει το όνομα Φιλιππικός. Αυτός ήλθε στην Κωνσταντινούπολη συνέλαβε τον θηριώδη αυτοκράτορα και τον αποκεφάλισε (11 Δεκεμβρίου 711). Αυτό το άδοξο τέλος σηματοδοτεί το τέλος της δυναστείας του Ηρακλείου.
Το μόνο καλό που έκανε ο αιμοσταγής αυτοκράτορας ήταν η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος ή Σύνοδος του Τρούλλου (δηλαδή της θολωτής αίθουσας των Βυζαντινών αυτοκρατόρων), η οποία συγκλήθηκε το 691-692 και θέσπισε 102 κανόνες από την Ε’ και την ΣΤ’ Σύνοδο που είχαν μείνει ανενεργοί . Ήταν και μια απόπειρα να συμβιβάσει τις διαφορές με τους δυτικούς που όμως απέρριψαν στο σύνολό τους κανόνες επειδή ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο περίφημος κανών που όριζε την ισότητα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Η Σύνοδος αυτή επίσης απαγόρευσε πολλά εθνικά έθιμα, ήθη και δοξασίες όπως π.χ. τη δαιμονομαντεία, την αστρομαντεία, την οιωνοσκοπεία και διάφορες ειδωλολατρικές γιορτές.
Η Πενθέκτη οικουμενική Σύνοδος είναι ορόσημο για την Ορθοδοξία και η αιτιολόγηση για την Αγιοποίηση του Ιουστινιανού Β’, παρ’ ότι υπήρξε από τους πιο τυραννικούς και βάναυσους αυτοκράτορες, ιδίως κατά τη δεύτερη θητεία του. Ετάφη στους Αγίους Αποστόλους και η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του στις 2 Αυγούστου.

Απόστολος Στάχυς - Ο πρώτος Επίσκοπος της πόλεως του Βυζαντίου.

O Απόστολος Ανδρέας παραδίδει Ευαγγέλιο, και συμβολικά την επισκοπή Βυζαντίου στον Στάχυ. (Ψηφιδωτό από τον Πατριαρχικό Οίκο στην Κωνσταντινούπολη).
Ο Απόστολος Στάχυς ήταν ένας εκ των εβδομήκοντα Αποστόλων του Κυρίου. Το 38 ο Απόστολος Ανδρέας τον προχειρίζει πρώτο επίσκοπο της πόλεως του Βυζαντίου, η οποία τρεις αιώνες αργότερα θα μετονομαστεί Κωνσταντινούπολις. Κατά το συναξάριον, “ᾠκοδόμησε ἐκκλησίαν εἰς τὴν ὁποίαν συνηθροίζοντο πλήθη χριστιανῶν”.
Στον Στάχυ απευθύνει χαιρετισμούς ο απόστολος Παύλος αποκαλώντας τον «αγαπητό μου» (Προς Ρωμαίους 16:9). Καθώς βρισκόταν σε στενή σχέση με τον Παύλο στα ανατολικά της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, προφανώς είχε μεταναστεύσει στη Ρώμη.
Επισκόπευσε ο Στάχυς στο Βυζάντιο επί δεκαέξι έτη, μέχρι του θανάτου του το 54. Το σώμα του ετάφη στον πρώτο επισκοπικό ναό της Αργυρούπολης, «εν τω υπογείω σπηλαίω, ένθα ο απόστολος Ανδρέας το θυσιαστήριον ήδρασεν», όπως λέει ο ιστορικός Δωρόθεος.
Τη μνήμη του η ανατολική ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει στις 31 Οκτωβρίου. Ο κανόνας που ψάλλεται για το Στάχυ και τους αποστόλους Αμπλία, Απελλή, Ουρβανό, Αριστόβουλο και Νάρκισσο, που συνεορτάζουν με αυτόν, επιγράφεται στα Μηναία «ποίημα Ιωσήφ», πιθανώς του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης

Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος


Αριστερά: Ο Ανδρόνικος Β’, σε τοιχογραφία από τη Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών.
Κέντρο: Χρυσόβουλος λόγος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’. Ο αυτοκράτορας εξέδωσε το χρυσόβουλο προκειμένου να πάρει πίσω κάποια προνόμια τα οποία στο παρελθόν είχε εκχωρήσει στον μητροπολίτη Μονεμβασίας.
Δεξιά επάνω: Στην αρχή του εγγράφου υπάρχει μια μικρογραφία με τον αυτοκράτορα να παραδίδει -υποτίθεται- το χρυσόβουλο στον Χριστό.
Δεξιά κάτω: Στο τέλος του εγγράφου βλέπουμε την ιδιόχειρη υπογραφή του αυτοκράτορα, με κόκκινη μελάνη.
Ο Χρυσόβουλος λόγος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ που βλέπουμε στη φωτογραφία βρίσκεται στο  Βυζαντινό και Χριστιανικό μουσείο της Αθήνας.
Ο Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος ήταν μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου. Διετέλεσε Βυζαντινός αυτοκράτορας από τις 11 Δεκεμβρίου του 1282 έως το 1328. Την περίοδο από 1294 έως 1320 είχε για συν-αυτοκράτορα τον γιό του Μιχαήλ Θ’ Παλαιολόγο.
Είχε κάνει δύο γάμους. Το 1272, ο Ανδρόνικος παντρεύτηκε την Άννα της Ουγγαρίας, κόρη του βασιλιά Στέφανου Ε’ της Ουγγαρίας. Παρά το γεγονός ότι ο γάμος αυτός είχε κανονιστεί από τον πατέρα του, Μιχαήλ Η’, για λόγους πολιτικούς, ωστόσο, η αγάπη μεταξύ του ζεύγους ήταν τέτοια που ο Ανδρόνικος επηρεάστηκε έντονα από τον θάνατο της συζύγου του, το 1281. Δύο τέκνα γεννήθηκαν από τον γάμο αυτό: Ο Μιχαήλ Θ’, ο οποίος διετέλεσε συν-αυτοκράτορας και ο Κωνσταντίνος ο πορφυρογέννητος, ο οποίος έλαβε τον τίτλο του δεσπότη.
Το 1284, ο Ανδρόνικος Β’ παντρεύτηκε εκ νέου με τη Γιολάντα του Μομφερράτου, κόρη του Γουλιέλμου Ζ’ του Μομφερράτου και της Βεατρίκης της Καστίλης. Ο γάμος αυτός έδωσε την δυνατότητα στον Ανδρόνικο να κατοχυρώσει τον τίτλο τού « βασιλιά της Θεσσαλονίκης », τον οποίον έφερε ο πεθερός του, και να θέσει τέλος στις διεκδικήσεις της οικογένειας του Μομφερράτου στην Θεσσαλονίκη. Η μητέρα της Γιολάντας, η Βεατρίκη ήταν τρισεγγονή του Ισαακίου Β’ Αγγέλου και τρισεγγονή της Ευδοκίας Κομνηνής. Βαπτισμένη ως «Ειρήνη», η δεύτερη αυτή σύζυγος του έδωσε τέσσερα τέκνα: Τον Ιωάννη, τον Θεόδωρο, την Σιμωνίδα και τον Δημήτριο.
Επιθυμώντας να ακολουθήσει το λατινικό τυπικό, η Ειρήνη ζήτησε η Αυτοκρατορία να μοιραστεί μεταξύ όλων των τέκνων του Ανδρόνικου Β’, ώστε να εξασφαλίσει με αυτό τον τρόπο μερίδιο κληρονομιάς και για τα δικά της τέκνα, σε βάρος του Μιχαήλ Θ’. Όταν ο Ανδρόνικος Β’ αρνήθηκε, η Ειρήνη εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη με τους γιους της και εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη, από όπου δεν έπαψε να μηχανορραφεί σε βάρος του συζύγου της.
Όσο τώρα για τη βασιλεία του Ανδρόνικου ήταν μακρόσυρτη και οικτρή…
Απέτυχε να εκμεταλλευθεί την παρακμή των Σελτζούκων. Ένα κενό που το συμπλήρωσαν οι Οθωμανοί. Πήρε κάποιες αποφάσεις με ολέθρια αποτελέσματα…
Αντιλαμβανόμενος την άρνηση των υπηκόων του να δεχθούν τα τετελεσμένα της συμφωνίας της Λυών για την ένωση των εκκλησιών, φρόντισε γρήγορα να απαλλαγεί από τις δεσμεύσεις του πατέρα του Μιχαήλ Η’. Από εκεί και πέρα, υπό το φως των εντονότατων οικονομικών δυσκολιών τις οποίες κληρονόμησε, προχώρησε σε δραστικές περικοπές των στρατιωτικών δαπανών, με κύρια ολέθρια ενέργεια την πλήρη κατάργηση του Βυζαντινού Ναυτικού. Έτσι, γρήγορα βρέθηκε εκτεθειμένος στους εκβιασμούς και τις απειλές των Γενουατών και των Βενετών, προκειμένου να καλυφθεί το κενό αυτό.
Η χειρότερη ίσως από τις αποφάσεις του στον τομέα της στρατιωτικής πολιτικής του, ήταν η πρόσληψη της Καταλανικής Εταιρείας το 1302, υπό τη διοίκηση του Ρογήρου του Φλορ. Η εταιρεία αυτή ήταν ουσιαστικά μια ομάδα τυχοδιωκτών, κυρίως Ισπανών μισθοφόρων, οι οποίοι υπό τις διαταγές του αρχηγού τους επιδίδονταν σε πειρατεία, ληστεία και επιδρομές λεηλασίας. Ο οξυδερκής Ρογήρος προσέφερε τις Υπηρεσίες του στον Ανδρόνικο, με ανταλλάγματα πέρα από κάθε προσδοκία του. Αφού ξεκίνησε με κάποιες σποραδικές επιτυχείς μάχες κατά των Οθωμανών στη Μικρά Ασία, επέστρεψε στις παλαιές του συνήθειες της πειρατείας και ληστείας, αγνοώντας τις εντολές του εργοδότη του, απαιτώντας όμως σταθερά τις μισθοφορικές αποζημιώσεις από τον Ανδρόνικο. Η δολοφονία του Ρογήρου το 1305 στην Αδριανούπολη, από κάποιον που είχε αδικήσει, προκάλεσε τη βίαιη αντίδραση της ομάδας του. Έως το 1311, οι Καταλανοί λυμαίνονταν την ελληνική χερσόνησο, όπου επιδίδονταν σε ανείπωτες σφαγές και καταστροφές, πρωτόγνωρης ωμότητας και βίας. Κύριος στόχος τους ήταν η Θράκη, η οποία ερημώθηκε. Τελικά κατέλαβαν την Αθήνα και την εξουσία στο Δουκάτο των Αθηνών, έως το 1388.
Η αδυναμία του Ανδρόνικου να αναστρέψει την καταστροφική πορεία του κράτους, η πείνα, η φορολογία, η ερήμωση της Θράκης και της Ελλαδικής χερσονήσου, αλλά και η ανενόχλητη προέλαση των Οθωμανών στη Μικρά Ασία, τον κατέστησαν εξαιρετικά αντιδημοφιλή. Ο γιος του και συν-βασιλέας, Μιχαήλ Θ’, πέθανε πρόωρα.
Μετά τον θάνατο του γιου του, Μιχαήλ Θ’, ο Ανδρόνικος B’ δεν ήθελε να αφήσει το θρόνο στον εγγονό του Ανδρόνικο Γ’. Ο εγγονός του Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος ενεπλάκη στην υπόθεση δολοφονίας του αδελφού του Μανουήλ, και για το λόγο αυτό ο αυτοκράτορας παππούς του τον αποκήρυξε.
Ο εγγονός του βρήκε υποστηρικτές και ξεκίνησε έναν εμφύλιο πόλεμο που κράτησε από το 1321 μέχρι το 1328, μέχρι που ανέλαβε τελικά την εξουσία το 1328 με ήπιο πραξικόπημα.
Ο Ανδρόνικος Γ’ εκτόπισε τον Ανδρόνικο Β’ σε μοναστήρι με το όνομα Αντώνιος, όπου έμεινε ως το θάνατό του, 4 χρόνια μετά, το 1332. Το σώμα του μεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε στην μονή του Λιβός.
Ο Ανδρόνικος Β’ παρά τις άοκνες προσπάθειές του και τη βούλησή του για σωτηρία, ο διστακτικός και αδύναμος χαρακτήρας του, αλλά και ορισμένες τραγικά λανθασμένες αποφάσεις, σε συνδυασμό με μια σειρά δυσμενών εξωτερικών εξελίξεων, ανέστειλαν την όποια αμυδρή ελπίδα ανάκαμψης του κράτους είχε διαφανεί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα του. Αντίθετα η μεγαλύτερη συνεισφορά του συνίστατο στο ότι έλαβε υπό την προστασία του την παιδεία, τα γράμματα και τις τέχνες. Μέγας Λογοθέτης του υπήρξε ο Θεόδωρος Μετοχίτης ενώ στην Αυλή του είχαν συγκεντρωθεί λόγιοι, ποιητές, ιστορικοί και θεολόγοι.

Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος Δραγάτσης




Η 29η Μαΐου 1453 έχει μείνει στην ιστορία του Ελληνισμού ως «αποφράδα ημέρα». Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης σήμανε το οριστικό τέλος της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος), κλείνοντας μια πορεία παρακμής που είχε αρχίσει πολλά χρόνια πριν. Η Άλωση αποτυπώθηκε στην ιστορία και τον θρύλο, με τον τελευταίο αυτοκράτορα της Πόλης, Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο Δραγάτση (το δεύτερο ήταν το οικογενειακό όνομα της μητέρας του) να εξελίσσεται σε μια ηρωική και συνάμα τραγική μορφή της ελληνικής ιστορίας, συνυφασμένη με το τέλος μιας εποχής, την έναρξη της Τουρκοκρατίας και την ελπίδα για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού.
Ο αυτοκράτορας που συνέδεσε τη ζωή και το όνομά του με το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν μια προσωπικότητα που αδικήθηκε από τις περιστάσεις. Δεσπότης στην Πελοπόννησο μέχρι να αναλάβει τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης, όπως δείχνει η μελέτη των ιστορικών πηγών ήταν ένας ιδιαίτερα ικανός ηγέτης, προικισμένος με αξιόλογα προσόντα, τα οποία υπό άλλες συνθήκες (εάν δηλαδή το βυζαντινό κράτος δεν ήταν τότε αυτοκρατορία μόνο κατ' όνομα/σκιά του αλλοτινού εαυτού του) πιθανώς να είχαν βοηθήσει σε κάποιας μορφής ανάκαμψη, αφήνοντάς τον στην ιστορία ως έναν επιτυχημένο αυτοκράτορα και όχι περισσότερο σαν την τραγική, ηρωική φιγούρα ενός μεσαιωνικού «Λεωνίδα». Αυτό φαίνεται από την ηγεμονία του στην Πελοπόννησο, όπου είχε αναπτύξει σημαντική δράση, με πολιτική που αποσκοπούσε στον προσεταιρισμό των βαλκανικών δυνάμεων και τον περιορισμό της βενετικής επιρροής, ενώ παράλληλα επεδίωκε τη προβολή αντίστασης στην ανερχόμενη οθωμανική ισχύ (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εξέλειπαν οι διπλωματικές σχέσεις με την οθωμανική αυλή). Αλλά οι συνθήκες ήταν ήδη απελπιστικές όταν διαδέχθηκε στον θρόνο μετά τον θάνατο του αδελφού του, Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου, τον Οκτώβριο του 1448. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο, «Ο Κωνσταντίνος περιεβλήθη το ακάνθινον του Βυζαντίου στέμμα απαραλλάκτως όπως αξιωματικός προχειρισθείς φρούραρχος πόλεως, πανταχόθεν υπό των πολεμίων περιεζωσμένης και μη εχούσης ούτε οχυρώματα αποχρώντα ούτε φρουράν ικανήν, ήθελεν υπακούσειν εις την δοθείσαν αυτώ εντολήν».
Ένα χειρόγραφο του 15ου αι. του Βυζαντινού Χρονικού του Ζωναρά που βρίσκεται στην Biblioteca Estense στην Μοντένα, είναι διακοσμημένο με μικροσκοπικά πορτραίτα κεφαλής όλων των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Μεταξύ αυτών απεικονίζεται και ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος: εικονίζεται ως στρογγυλοπρόσωπος άνδρας με γενειάδα κοντύτερη από εκείνη του αδελφού του Ιωάννη και αρκετά λιγότερη πυκνή από τη γενειάδα του πατέρα του Μανουήλ Β'.

Η ζωή και η πορεία του προς τον θρόνο
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν ένας από τους γιους του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου, γεννηθείς στις 9 Φεβρουαρίου του 1404. Μητέρα του ήταν η Ελένη Δραγάτση, κόρη του Σέρβου ηγεμόνα των Σερρών, Κονσταντίν Ντράγκατς. Ήταν το όγδοο από τα δέκα συνολικά παιδιά και στράφηκε από νωρίς στα στρατιωτικά θέματα, εν αντιθέσει με τους αδελφούς του, που προσανατολίστηκαν κυρίως προς τη διπλωματία. Κατά το 1444 ανέλαβε καθήκοντα δεσπότη του Μυστρά, επιδιώκοντας τη διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωσή του, ενισχύοντας την άμυνα της Πελοποννήσου. Θεωρούσε ότι η στήριξη των δυτικών δυνάμεων ήταν απαραίτητη για να διατηρηθεί ό,τι είχε απομείνει από την αυτοκρατορία- και ως εκ τούτου επιθυμούσε τη συμφιλίωση των δύο Εκκλησιών. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για την παιδική του ηλικία και την εμφάνισή του.

Μαρμάρινο ανάγλυφο με το δικέφαλο αετό στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο Μυστρά με τη σήμανση του σημείου, όπου στέφθηκε Αυτοκράτορας του Βυζαντίου.
Αποσκοπώντας τη δημιουργία ενός χριστιανικού συνασπισμού εναντίον των Οθωμανών Τούρκων, άρχισε νωρίς την οργάνωση στρατού και οχύρωσε το Εξαμίλιο στον Ισθμό, επεκτείνοντας το δεσποτάτο του στην Πελοπόννησο (θέτοντας υπό τον έλεγχό του τη Βοιωτία και τη Φωκίδα) και περνώντας – σε συνεννόηση με τον Πάπα, καθώς ήταν σε εξέλιξη εκστρατείες από τον βασιλιά Λαδίσλαο της Ουγγαρίας και της Πολωνίας και τον Ιωάννη Ουνιάδη- στην επίθεση στη Στερεά Ελλάδα, χτυπώντας επιτυχώς τις τουρκικές δυνάμεις και φτάνοντας κοντά στο να κατακτήσει το δουκάτο των Αθηνών, ενώ παράλληλα εκκαθάριζε – αλλά η ήττα των Ούγγρων στη μάχη της Βάρνας τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Πελοπόννησο. Ακολούθησε εκστρατεία του σουλτάνου Μουράτ Β’ εναντίον του, που είχε αποτέλεσμα την πτώση και καταστροφή των οχυρών στο Εξαμίλιο, στην Κόρινθο και την Πάτρα. Ο Κωνσταντίνος τελικά ζήτησε ειρήνη και έγινε φόρου υποτελής στον σουλτάνο. Όταν ο αδελφός του, αυτοκράτορας Ιωάννης Η’, πέθανε, τον Οκτώβριο του 1448, ο Κωνσταντίνος ήταν ο μεγαλύτερος από τους εν ζωή γιους του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’, και το δικαίωμά του στη διαδοχή ήταν ισχυρότερο από αυτό του νεότερου αδελφού του, Δημητρίου, που ήταν αντίζηλος για τον θρόνο, με τους υποστηρικτές του να προβάλλουν το επιχείρημα πως ήταν «πορφυρογέννητος», δηλαδή είχε γεννηθεί ενώ ο πατέρας του ήταν αυτοκράτορας, ενώ ο Κωνσταντίνος είχε γεννηθεί πριν ο Μανουήλ ανεβεί στον θρόνο. Επίσης, ο Δημήτριος είχε τη φήμη τουρκόφιλου, και η ήττα των ουγγρικών δυνάμεων υπό τον Ουνιάδη στη Βάρνα ενίσχυσε τη θέση του. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος είχε την εύνοια του πατέρα του, κάτι που είχε δηλώσει ο ίδιος πριν τον θάνατό του, και τη στήριξη της μητέρας του, καθώς και πολιτικών όπως ο Μανουήλ Καντακουζηνός, ο Μανουήλ Ίαγρος και ο Λουκάς Νοταράς. Εν τέλει ο συμβιβασμός που επετεύχθη -προκειμένου να αποτραπεί εμφύλιος ή τουρκική επίθεση- ήταν η αποστολή αντιπροσωπείας στον σουλτάνο για να τεθεί το ερώτημα αν θα αναγνώριζε τον δεσπότη Κωνσταντίνο ως αυτοκράτορα. Παρά το ότι ο Δημήτριος ήταν, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, τουρκόφιλος, ο σουλτάνος Μουράτ Β’ ήταν ένας αρκετά ευθύς ηγεμόνας που τηρούσε τον λόγο και τις δεσμεύσεις του, και απεχθανόταν τις σκευωρίες και τους πολλούς πολιτικούς «ελιγμούς» - και ως εκ τούτου φαίνεται ότι δεν έβλεπε πολύ θετικά τον Δημήτριο. Ο Μουράτ αναγνώρισε αμέσως τον Κωνσταντίνο ως νόμιμο διάδοχο, καθώς θεώρησε ότι ο θρόνος του ανήκε δικαιωματικά. Ο Κωνσταντίνος στέφθηκε αυτοκράτορας στις 6 Ιανουαρίου 1449 στον Μυστρά.

«Κωνσταντίνος ο εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων ο Παλαιολόγος».
Σπάνιο χειρόγραφο, με την μοναδική σωζόμενη υπογραφή και σφραγίδα του τελευταίου Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου. Βρίσκεται στην Βιβλιοθήκη της Βιέννης.
Προσωπική ζωή
Ο τελευταίος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν ιδιαίτερα τυχερός στην προσωπική του ζωή: Στα 24 του παντρεύτηκε τη Θεοδώρα (Μανταλένα) Τόκκο, η οποία είχε προίκα τη Γλαρέντζα (Κυλλήνη). Ωστόσο, αυτή πέθανε τον Νοέμβριο του 1429, και ο ίδιος νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Γατελούζου, η οποία ήταν ανιψιά του πρίγκιπα της Λέσβου, Φραγκίσκου Γατελούζου. Η δεύτερη σύζυγός του πέθανε αιφνίδια από ασθένεια στη Λήμνο το 1442, ενώ ταξίδευαν προς την Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τον Σέρβο ιστορικό και πολιτικό Τσέντομιλ Μιγιάτοβιτς, στην περίοδο μεταξύ του 1444 και του 1448 έγιναν προσπάθειες να παντρευτεί ξανά, προκειμένου να διαιωνιστεί η δυναστεία, και έγιναν κινήσεις προς την κατεύθυνση του γάμου με την Ισαβέλλα Ορσίνι, αδελφή του πρίγκιπα του Τάραντα, με την κόρη του δόγη της Βενετίας, και την Άννα, κόρη του Λουκά Νοταρά, ενώ στο «τραπέζι» έπεσαν και προτάσεις περί της Βεατρίκης, ανιψιάς του Αλφόνσου Ε’, και έγιναν κινήσεις προς το Βασίλειο της Γεωργίας και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας- φέρεται να προτάθηκε επίσης και γάμος του με τη χήρα του Μουράτ του Β’ (τη θετή μητέρα του Μωάμεθ Β’, του μετέπειτα «Πορθητή»), Μάρα Μπράνκοβιτς. Ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν έγινε. Ο Κωνσταντίνος όταν σκοτώθηκε, κατά την τελική μάχη της πολιορκίας και Άλωσης της Πόλης, ήταν χήρος και άκληρος.

Η βασιλεία, ο Μωάμεθ Β’ και ο δρόμος προς την πολιορκία
Ο Κωνσταντίνος έγινε δεκτός με θέρμη όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, τον Μάρτιο του 1449 και αμέσως προέβη σε ενωτικές κινήσεις στο εσωτερικό μέτωπο (επιδιώκοντας την άμβλυνση της αντιπαράθεσης μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών και δίνοντας ισχυρούς τίτλους στους αδελφούς του Θωμά και Δημήτριο) και αποφεύγοντας να θέσει σε κίνδυνο την ειρήνη με τους Οθωμανούς, καλλιεργώντας καλές σχέσεις με την αυλή του σουλτάνου, αλλά και με την ορθόδοξη Σερβία. Όσον αφορά στο θέμα της ένωσης των Εκκλησιών, το άφησε ως είχε, για να μην προκαλέσει εντάσεις. Τα δύο πρώτα χρόνια της βασιλείας του ήταν σε γενικές γραμμές ήρεμα, αλλά αυτό άρχισε να αλλάζει όταν στον οθωμανικό θρόνο ανέβηκε ο Μωάμεθ ο Β’, μετά τον θάνατο του Μουράτ Β’ τον Φεβρουάριο του 1451.
Ο νεαρός σουλτάνος (19 ετών) ήταν φιλόδοξος και ικανός, παρά τις εντυπώσεις περί του αντιθέτου που είχαν πολλοί (είχε ανεβεί ξανά στον θρόνο πριν, αλλά εκθρονίστηκε το 1446) και γνώστες των οθωμανικών πραγμάτων στη βυζαντινή αυλή κατάλαβαν νωρίς πως τα πράγματα θα άλλαζαν. Στην αρχή η στάση του ήταν διαλλακτική – έως και υποχωρητική σε κάποιες περιπτώσεις- απέναντι στους χριστιανούς, και ειδικά προς την πλευρά των Βυζαντινών, ανανεώνοντας την ειρήνη που είχε υπογράψει ο πατέρας του, επιστρέφοντάς τους την Ηράκλεια και παραχωρώντας τους τα έξοδα μιας περιοχής απέναντι στον Στρυμόνα, τα οποία θα χρησίμευαν για τις δαπάνες του Ορχάν: Ο Ορχάν ήταν μέλος της οθωμανικής δυναστείας, ζούσε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν επικίνδυνος για τον Μωάμεθ τον Β’, καθώς θα μπορούσε -με τη βοήθεια των Βυζαντινών- να προβάλει αξιώσεις στον θρόνο.
Το 1451 ο Μωάμεθ συγκρούστηκε με τους Καραμανίδες, και η εντύπωση που δημιουργήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ήταν ότι οι συνθήκες επέτρεπαν να ασκηθούν πιέσεις στους Οθωμανούς για νέες υποχωρήσεις. Ειδικότερα, ζητήθηκε από τον Μωάμεθ να διπλασιαστεί η ετήσια χορηγία για τις δαπάνες του Ορχάν, προκαλώντας την οργή της οθωμανικής πλευράς. Ο σουλτάνος επέδειξε προσποιητή κατανόηση και απάντησε πως θα απαντούσε μόλις επέστρεφε στη Δύση- ωστόσο είχε πλέον την αφορμή για να πραγματοποιήσει το όνειρό του: Την κατάκτηση της Πόλης των Πόλεων. Μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα, έκοψε την χορηγία του Ορχάν και άρχισε να καταστρώνει και να υλοποιεί τα σχέδιά του για τον πόλεμο, απομονώνοντας την Κωνσταντινούπολη. Τον Μάρτιο του 1452 άρχισε η κατασκευή φρουρίου στο στενότερο σημείο του Βοσπόρου: Επρόκειτο για το Ρουμελί-Χισάρ, τον «Λαιμοκόφτη» που απέκοπτε την πρόσβαση στην Πόλη, ενώ παράλληλα επιθέσεις σημειώνονταν και στη Σηλύμβρια. Ο πόλεμος είχε αρχίσει…

Άγαλμα του Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου στον Μυστρά.
Η πολιορκία, η Άλωση και ο θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Ο Κωνσταντίνος ζήτησε τη βοήθεια του πάπα Νικολάου του Ε’, που έβαλε όρο την ένωση των Εκκλησιών. Ο αυτοκράτορας ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει, αλλά είχε να αντιμετωπίσει την αντίδραση του λαού και του κλήρου, και τελικά έπεισε τον πάπα να στείλει ικανούς και πειστικούς ιερείς για να τον βοηθήσουν να πραγματοποιήσει την ένωση. Τον Νοέμβριο του 1452 έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ο καρδινάλιος Ισίδωρος και ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, με 200 πολεμιστές, και στις 12 Δεκεμβρίου ο καρδινάλιος λειτούργησε στην Αγιά Σοφιά. Ακολούθως κηρύχθηκε η ένωση που είχε ψηφιστεί στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, αλλά ο λαός και η ανθενωτική/αντιλατινική παράταξη αντέδρασαν έντονα, καθιστώντας την πρακτικά κενό γράμμα. Γενικά, φαίνεται ότι υπήρχε μία εντύπωση στην Κωνσταντινούπολη πως δεν υπήρχε φόβος άμεσου κινδύνου, σε μεγάλο βαθμό λόγω του μίσους προς τους Λατίνους, αξίζει να σημειωθεί ότι οι ορθόδοξοι Έλληνες που ζούσαν στην επικράτεια του σουλτάνου ήταν μεν «άπιστοι», ώστε να πληρώνουν κεφαλικό φόρο, και να κινδυνεύουν να δουν τα παιδιά τους θύματα παιδομαζώματος, αλλά οι αρχές του οθωμανικού κράτους φαίνονταν να είναι πιο ανεκτικές από τις αντίστοιχες που επέβαλλε η καθολική Δύση. Πολλοί νόμοι ήταν απλά «προσαρμοσμένοι» βυζαντινοί. Χαρακτηριστικό είναι το «κρειττότερον έστιν ειδένει εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων, ή καλύπτραν λατινικήν» του Λουκά Νοταρά.
Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος ήξερε ότι η ώρα της κρίσιμης σύγκρουσης πλησίαζε, και οργάνωνε την άμυνα της Πόλης. Υπό την προσωπική του επίβλεψη έγιναν επισκευές των τειχών, βαθιά εκσκαφή της τάφρου και συγκέντρωση τροφίμων, ενώ για να καλυφθούν οι οικονομικές ανάγκες πολύτιμα σκεύη και κειμήλια των εκκλησιών μεταφέρθηκαν στο αυτοκρατορικό νομισματοκοπείο για να κοπεί νόμισμα με το οποίο αγοράστηκαν όπλα και πληρώθηκαν οι στρατιώτες. Εν τέλει, οργανώθηκαν και εστάλησαν νέες πρεσβείες σε διάφορους χριστιανούς ηγεμόνες. Σημειώνεται ότι στις 26 Ιανουαρίου κατέφθασαν στην Κωνσταντινούπολη δύο γενουατικά πλοία, με 700 πολεμιστές και αρχηγό τον εμπειροπόλεμο στρατιώτη Ιωάννη Ιουστινιάνη, στον οποίο ο Παλαιολόγος απένειμε τον τίτλο του πρωτοστράτορος, παραχωρώντας του επίσης για ανταμοιβή το νησί της Λήμνου.
Η πολιορκία της Πόλης άρχισε στις 6 Απριλίου, μετά την απόρριψη πρότασης παράδοσης, και κηρύχθηκε επίσημα στις 7 Απριλίου, με τον οθωμανικό στόλο να καταφτάνει στις 12 του μήνα.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εκτιμάται πως είχε περίπου 7.000, το πολύ 9.000 πολεμιστές για να υπερασπιστεί την Πόλη, απέναντι σε μια δύναμη τουλάχιστον 150.000 ανδρών, με επίλεκτα στρατεύματα (γενίτσαροι) και ισχυρό πυροβολικό. Ο αυτοκράτορας είχε εγκαταστήσει το στρατηγείο του στον ναό του Αγίου Ρωμανού, κοντά στην ομώνυμη πύλη, έχοντας υπό τις διαταγές του 3.000 εκ των πλέον εμπειροπόλεμων στρατιωτών. Η άμυνα στην αρχή διεξαγόταν με επιτυχία, με τον Κωνσταντίνο να διαδραματίζει ενεργό ρόλο -ωστόσο το σφίξιμο του κλοιού, μετά το πέρασμα των τουρκικών πολεμικών στον Κεράτιο, αποτέλεσε πλήγμα στο ηθικό των υπερασπιστών- οι οποίοι όμως συνέχισαν την αντίσταση, απωθώντας τις τουρκικές επιθέσεις, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να κυκλοφορούν φήμες στην πλευρά των Οθωμανών ότι έρχεται βοήθεια από τη Δύση.
Στις 21 Μαΐου ο Μωάμεθ έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, ζητώντας την παράδοσή της, με την υπόσχεση ότι θα επέτρεπε στον βασιλιά και σε όσους άλλους ήθελαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Στον Κωνσταντίνο συγκεκριμένα υποσχόταν ότι θα τον αναγνώριζε ηγεμόνα της Πελοποννήσου και θα παραχωρούσε άλλες περιοχές στους αδελφούς του, που θα διοικούσαν το δεσποτάτο. Επίσης, έδινε διαβεβαίωση ότι ο πληθυσμός δεν θα εξανδραποδιζόταν. Ο Κωνσταντίνος απάντησε πως δεχόταν να πληρώσει φόρους υποτελείας και να μείνουν στα χέρια των Τούρκων τα κάστρα και τα εδάφη που είχαν κατακτήσει. Αλλά για την Πόλη, η απάντησή του ήταν αντίστοιχη του «Μολών Λαβέ».

«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ' ἐμὸν ἐστίν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».

Ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθούσε η τελική επίθεση, με τους Οθωμανούς να αρχίζουν σφοδρό βομβαρδισμό στις 27 Μαΐου και να μεταφέρουν σκάλες και προκαλύμματα κοντά στο τείχος στις 28, ημέρα κατά την οποία έγινε η τελευταία χριστιανική λειτουργία στην Αγιά Σοφιά, με τον αυτοκράτορα να προσφωνεί τους άνδρες του, καλώντας τους να υπερασπιστούν την πίστη τους, την πατρίδα, τις οικογένειες και τον βασιλιά τους με τη ζωή τους και εμψυχώνοντας τους Γενουάτες και Ενετούς πολεμιστές.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μιλά στους υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης. Οι αρχηγοί των φρουρίων ακούν την ενθαρρυντική ομιλία του αυτοκράτορα με απόλυτη προσοχή. 
Χαρακτικό από τον Γάλλο καλλιτέχνη, εικονογράφο, γλύπτη και χαράκτη Γκυστάβ Ντορέ (1832-1883).
Ακολουθεί η ομιλία του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου λίγο πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, όπως τον μεταφέρει ο μεγάλος Λογοθέτης Γεώργιος Σφραντζής στο «Χρονικόν» του, εκδοθέν εν Κερκύρα το έτος 1477.

«Ὑμεῖς μέν, εὐγενέστατοι ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι συστρατιώται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, καλῶς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ ἐχθρός της πίστεως ἡμῶν βούλεται ἵνα μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς ἰσχυροτέρως στενοχωρήσῃ ἡμᾶς, καὶ πόλεμον σφοδρὸν μετὰ συμπλοκῆς μεγάλης καὶ συρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καὶ θαλάσσης δώσῃ ἡμῖν μετὰ πάσης δυνάμεως, ἵνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τὸν ἰὸν ἐκχύσῃ καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο λέγω καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα στῆτε ἀνδρείως καὶ μετὰ γενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε, κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν. Παραδίδωμι δὲ ὑμῖν τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων.
Καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσαρά τινα ὀφειλέται κοινῶς ἐσμὲν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ τῆς πατρίδος, τρίτον δὲ ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ὡς χριστοῦ κυρίου, καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσταί ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου, πολλῶ μᾶλλον ὑπὲρ πάντων τούτων ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι. Ἐὰν διὰ τὰ ἐμὰ πλημμελήματα παραχωρήσῃ ὁ θεὸς τὴν νίκην τοῖς ἀσεβέσιν, ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν τῆς ἁγίας, ἢν Χριστὸς ἐν τῶ οἰκείῳ αἵματι ἡμῖν ἐδωρήσατο, κινδυνεύομεν· ὅ ἐστι κεφάλαιον πάντων. Καὶ ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ τις καὶ τὴν ψυχὴν ζημιωθῇ, τί τὸ ὄφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως ὑστερούμεθα καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν. Σρίτον βασιλείαν τὴν ποτὲ μὲν περιφανῆ, νῦν δὲ τεταπεινωμένην καὶ ὠνειδισμένην καὶ ἐξουθενωμένην ἀπωλέσαμεν, καὶ ὑπὸ τοῦ τυράννου καὶ ἀσεβοῦς ἄρχεται. Σέταρτον δὲ καὶ φιλτάτων τέκνων καὶ συμβίων καὶ συγγενῶν ὑστερούμεθα.
Αὐτὸς δὲ ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ἡμᾶς ἐλθὼν ἀπέκλεισεν καὶ μετὰ πάσης μηχανῆς καὶ ἰσχύος καθ᾿ ἡμέραν τε καὶ νύκτα οὐκ ἐπαύσατο πολιορκῶν ἡμᾶς· καὶ χάριτι τοῦ παντεπόπτου Χριστοῦ κυρίου ἡμῶν ἐκ τῶν τειχῶν μετὰ αἰσχύνης ἄχρι τοῦ νῦν πολλάκις κακῶς ἀπεπέμφθη. Σὰ νῦν δὲ πάλιν, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσητε, ἐὰν καὶ τεῖχος μερόθεν ὀλίγον ἐκ τῶν κρότων καὶ τῶν πτωμάτων τῶν ἑλεπόλεων ἔπεσε, διότι, ὡς ὑμεῖς θεωρεῖτε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἐδιωρθώσαμεν πάλιν αὐτό. Ἡμεῖς πᾶσαν τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν τοῦ θεοῦ ἀνεθέμεθα, οὗτοι ἐν ἄρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἴπποις καὶ δυνάμει καὶ πλήθει, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι κυρίου τοῦ θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν πεποίθαμεν, δεύτερον δὲ καὶ ἐν ταῖς ἡμετέραις χερσὶ καὶ ῥωμαλαιότητι, ἢν ἐδωρήσατο ἡμῖν ἡ θεία δύναμις.
Γνωρίζω δὲ ὅτι αὕτη ἡ μυριαρίθμητος ἀγέλη τῶν ἀσεβῶν, καθὼς ἡ αὐτῶν συνήθεια, ἐλεύσονται καθ᾿ ἡμῶν μετὰ βαναύσου καὶ ἐπῃρμένης ὀφρύος καὶ θάρσους πολλοῦ καὶ βίας, ἵνα διὰ τὴν ὀλιγότητα ἡμῶν θλίψωσι καὶ ἐκ τοῦ κόπου στενοχωρήσωσι, καὶ μετὰ φωνῶν μεγάλων καὶ ἀλαλαγμῶν ἀναριθμήτων, ἵνα ἡμᾶς φοβήσωσι. Σὰς τοιαύτας αὐτῶν φλυαρίας καλῶς οἴδατε, καὶ οὐ χρὴ λέγειν περὶ τούτων. Καὶ ὥρᾳ ὀλίγῃ τοιαῦτα ποιήσωσι, καὶ ἀναριθμήτους πέτρας καὶ ἕτερα βέλη καὶ ἐλεβολίσκους ὡσεὶ ἄμμον θαλασσῶν ἄνωθεν ἡμῶν πτήσουσι· δι᾿ ὧν, ἐλπίζω γάρ, οὐ βλάψωσι, διότι ὑμᾶς θεωρῶ καὶ λίαν ἀγάλλομαι καὶ τοιαύταις ἐλπίσι τὸν λογισμὸν τρέφομαι, ὅτι εἰ καὶ ὀλίγοι πάνυ ἐσμέν, ἀλλὰ πάντες ἐπιδέξιοι καὶ ἐπιτήδειοι, ῥωμαλέοι τε καὶ ἰσχυροὶ καὶ μεγαλήτορες καὶ καλῶς προπαρασκευασμένοι ὑπάρχετε. Σαῖς ἀσπίσιν ὑμῶν καλῶς τὴν κεφαλὴν σκέπεσθε ἐπὶ τῇ συμπλοκῇ καὶ συρρήξει. Ἡ δεξιὰ ὑμῶν ἡ τὴν ῥομφαίαν ἔχουσα μακρὰ ἔστω πάντοτε. Αἱ περικεφαλαῖαι ὑμῶν καὶ οἱ θώρακες καὶ οἱ σιδηροῖ ἱματισμοὶ λίαν εἰσὶν ἱκανοὶ ἅμα καὶ τοῖς λοιποῖς ὅπλοις, καὶ ἐν τῇ συμπλοκῇ ἔσονται πάνυ ὠφέλιμα· ἃ οἱ ἐναντίοι οὐ χρῶνται, ἀλλ᾿ οὔτε κέκτηνται. Καὶ ὑμεῖς ἔσωθεν τῶν τειχῶν ὑπάρχετε σκεπόμενοι, οἱ δὲ ἀσκεπεῖς μετὰ κόπου ἔρχονται.
Διό, ὦ συστρατιῶται, γίνεσθε ἕτοιμοι καὶ στερεοὶ καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ θεοῦ. Μιμηθῆτε τοὺς ποτε τῶν Καρχηδονίων ὀλίγους ἐλέφαντας, πῶς τοσούτον πλῆθος ἵππων Ρωμαίων τῇ φωνῇ καὶ θέᾳ ἐδίωξαν· καὶ ἐὰν ζῶον ἄλογον ἐδίωξε, πόσον μᾶλλον ἡμεῖς οἱ τῶν ζῴων καὶ ἀλόγων ὑπάρχοντες κύριοι, καὶ οἱ καθ᾿ ἡμῶν ἐρχόμενοι ἵνα παράταξιν μεθ᾿ ἡμῶν ποιήσωσιν, ὡς ζῶα ἄλογα, καὶ χείρονες εἰσιν. Αἱ πέλται ὑμῶν καὶ ῥομφαῖαι καὶ τὰ τόξα καὶ ἀκόντια πρὸς αὐτοὺς πεμπέτωσαν παρ᾿ ὑμῶν. Καὶ οὕτως λογίσθητε ὡς ἐπὶ ἀγρίων χοίρων καὶ πληθὺν κυνήγιον, ἵνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι οὐ μετὰ ἀλόγων ζῴων, ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλὰ μετὰ κυρίων καὶ αὐθέντων αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων.
Οἴδατε καλῶς ὅτι ὁ δυσσεβὴς αὐτὸς ὁ ἀμηρᾶς καὶ ἐχθρός της ἁγίας ἡμῶν πίστεως, χωρὶς εὐλόγου αἰτίας τινὸς τὴν ἀγάπην ἢν εἴχομεν ἔλυσεν, καὶ τοὺς ὅρκους αὐτοῦ τοὺς πολλοὺς ἠθέτησεν ἀντ᾿ οὐδενὸς λογιζόμενος, καὶ ἐλθὼν αἰφνιδίως φρούριον ἐποίησεν ἐπὶ τὸ στενόν του Ἀσωμάτου, ἵνα καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν δύνηται βλάπτειν ἡμᾶς. Σοὺς ἀγροὺς ἡμῶν καὶ κήπους καὶ παραδείσους καὶ οἴκους ἤδη πυριαλώτους ἐποίησε· τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς Χριστιανούς, ὅσους εὖρεν, ἐθανάτωσε καὶ ᾐχμαλώτευσε· τὴν φιλίαν ἡμῶν ἔλυσε. Σοὺς δὲ τοῦ Γαλατᾶ ἐφιλίωσε, καὶ αὐτοὶ χαίρονται, μὴ εἰδότες καὶ αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι τὸν τοῦ γεωργοῦ παιδὸς μῦθον, τοῦ ἐψήνοντος τοὺς κοχλίας καὶ εἰπόντος ὦ ἀνόητα ζῶα καὶ τὰ ἑξῆς.
Ἐλθὼν οὖν, ἀδελφοί, ἡμᾶς ἀπέκλεισε, καὶ καθ᾿ ἑκάστην τὸ ἀχανὲς αὐτοῦ στόμα χάσκων, πῶς εὕρῃ καιρὸν ἐπιτήδειον ἵνα καταπίῃ ἡμᾶς καὶ τὴν πόλιν ταύτην, ἥν ἀνήγειρεν ὁ τρισμακάριστος καὶ μέγας βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ἐκεῖνος, καὶ τῇ πανάγνῳ τε καὶ ὑπεράγνῳ δεσποίνῃ ἡμῶν θεοτόκῳ καὶ ἀειπαρθένῳ Μαρίᾳ ἀφιέρωσεν καὶ ἐχαρίσατο τοῦ κυρίαν εἶναι καὶ βοηθὸν καὶ σκέπην τῇ ἡμετέρᾳ πατρίδι καὶ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων, τὸ καύχημα πᾶσι τοῖς οὖσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν. Καὶ οὗτος ὁ ἀσεβέστατος τήν ποτε περιφανῆ καὶ ὀμφακίζουσαν ὡς ῥόδον τοῦ ἀγροῦ βούλεται ποιῆσαι ὑπ᾿ αὐτόν. Ἣ ἐδούλωσε σχεδόν, δύναμαι εἰπεῖν, πᾶσαν τὴν ὑφ᾿ ἥλιον καὶ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῆς Πόντον καὶ Ἀρμενίαν, Περσίαν καὶ Παφλαγονίαν, Ἀμαζόνας καὶ Καππαδοκίαν, Γαλατίαν καὶ Μηδίαν, Κολχοὺς καὶ Ἴβηρας, Βοσφοριανοὺς καὶ Ἀλβάνους, Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσοποταμίαν, Φοινίκην καὶ Παλαιστίνην, Ἀραβίαν τε καὶ Ἰουδαίαν, Βακτριανοὺς καὶ Σκύθας, Μακεδονίαν καὶ Θετταλίαν, Ἑλλάδα, Βοιωτίαν, Λοκροὺς καὶ Αἰτωλούς, Ἀκαρνανίαν, Ἀχαΐαν καὶ Πελοπόννησον, Ἤπειρον καὶ τὸ Ἰλλυρικόν, Λυχνίτας κατὰ τὸ Ἀνδριατικόν, Ἰταλίαν Σουσκίνους, Κελτοὺς καὶ Κελτογαλάτας, Ἰβηρίαν τε καὶ ἕως τῶν Γαδείρων, Λιβύαν καὶ Μαυρητανίαν καὶ Μαυρουσίαν, Αἰθιοπίαν, Βελέδας Σκούδην, Νουμιδίαν καὶ Ἀφρικὴν καὶ Αἴγυπτον, αὐτὸς τὰ νῦν βούλεται δουλῶσαι, καὶ τὴν κυριεύουσαν τῶν πόλεων ζυγῶ ὑποβαλεῖν καὶ δουλείᾳ, καὶ τὰς ἁγίας ἐκκλησίας ἡμῶν, ἔνθα ἐπροσκυνεῖτο ἡ ἁγία τριὰς καὶ ἐδοξολογεῖτο τὸ πανάγιον, καὶ ὅπου οἱ ἄγγελοι ἠκούοντο ὑμνεῖν τὸ θεῖον καὶ τὴν ἔνσαρκον τοῦ θεοῦ λόγου οἰκονομίαν, βούλεται ποιῆσαι προσκύνημα τῆς αὐτοῦ βλασφημίας καὶ τοῦ φληναφοῦ αὑτοῦ ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, καὶ κατοικητήριον ἀλόγων καὶ καμήλων.
Λοιπόν, ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, κατὰ νοῦν ἐνθυμήθητε ἵνα τὸ μνημόσυνον ὑμῶν καὶ ἡ μνήμη καὶ ἡ φήμη καὶ ἡ ἐλευθερία αἰωνίως γενήσηται.»

Καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς Ἑνετοὺς ἐν τοῖς δεξιοῖς μέρεσιν ἱσταμένους ἔφη:
«Ἑνετοὶ εὐγενεῖς, ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι ἐν Χριστῶ τῶ θεῶ, ἄνδρες ἰσχυροὶ καὶ στρατιῶται δυνατοὶ καὶ ἐν πολέμοις δοκιμώτατοι, οἳ διὰ τῶν ἐστιλβωμένων ὑμῶν ῥομφαίων καὶ χάριτος πολλάκις πλῆθος τῶν Ἀγαρηνῶν ἐθανατώσατε, καὶ τὸ αἷμα αὐτῶν ποταμειδῶς ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν ἔρρευσε, τῇ σήμερον παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα τὴν πόλιν ταύτην τὴν εὐρισκομένην ἐπὶ τοσαύτῃ συμφορᾷ τοῦ πολέμου ὁλοψύχως καὶ ἐκ μέσου ψυχῆς γένητε ὑπερασπισταί. Οἴδατε γὰρ καλῶς, καὶ δευτέραν πατρίδα καὶ μητέρα αὐτὴν ἀενάως εἴχετε· διὸ καὶ ἐκ δευτέρου πάλιν λέγω καὶ παρακαλῶ ἵνα ἐν αὐτῇ ὥρᾳ ὡς φιλοπιστοί τε καὶ ὁμόπιστοι καὶ ἀδελφοὶ ποιήσητε.»

Εἶτα στραφεὶς ἐν τοῖς ἀριστεροῖς μέρεσι λέγει τοῖς Λιγουρίταις:
«Ὦ Λιγουρῖται, ἐντιμότατοι ἀδελφοί, ἄνδρες πολεμισταὶ καὶ μεγαλοκάρδιοι καὶ φημιστοί, καλῶς οἴδατε καὶ γινώσκετε ὅτι ἡ δυστυχὴς αὕτη πόλις πάντοτε οὐκ ἐμοὶ μόνον ὑπῆρχεν, ἀλλὰ καὶ ὑμῖν διὰ πολλά τινα αἴτια. Ὑμεῖς μὲν πολλάκις μετὰ προθυμίας αὐτῇ ἐβοηθήσατε, καὶ συνδρομῇ ὑμετέρᾳ ἐλυτρώσατε ἀπὸ τῶν Ἀγαρηνῶν τῶν αὐτῆς ἐναντίων. Σὰ νῦν πάλιν ὁ καιρός ἐστιν ἐπιτήδειος ἵνα δείξητε εἰς βοήθειαν αὐτῆς τὴν Χριστῶ ἀγάπην καὶ ἀνδρίαν καὶ γενναιότητα ὑμῶν.»

Καὶ πληθυντικῶς στραφεὶς πρὸς πάντας εἶπεν:
«Οὐκ ἔχω καιρὸν εἰπεῖν ὑμῖν πλείονα. Μόνον τὸ τεταπεινωμένον ἡμέτερον σκῆπτρον εἰς τὰς ὑμῶν χεῖρας ἀνατίθημι, ἵνα αὐτὸ μετ᾿ εὐνοίας φυλάξητε. Παρακαλῶ δὲ καὶ τοῦτο καὶ δέομαι τῆς ὑμετέρας ἀγάπης, ἵνα τὴν πρέπουσαν τιμὴν καὶ ὑποταγὴν δώσητε τοῖς ὑμετέροις στρατηγοῖς καὶ δημάρχοις καὶ ἑκατοντάρχοις, ἕκαστος κατὰ τὴν τάξιν αὑτοῦ καὶ τάγμα καὶ ὑπηρεσίαν. Γνωρίσατε δὴ τοῦτο. Καὶ ἐὰν ἐκ καρδίας φυλάξητε τὰ ὅσα ἐνετειλάμην ὑμίν, ἐλπίζω εἰς θεὸν ὡς λυτρωθείημεν ἡμεῖς τῆς ἐνεστώσης αὐτοῦ δικαίας ἀπειλῆς. Δεύτερον δὲ καὶ ὁ στέφανος ὁ ἀδαμάντινος ἐν οὐρανοῖς ἐναπόκειται ὑμῖν, καὶ μνήμη αἰώνιος καὶ ἄξιος ἐν τῶ κόσμῳ ἔσεται.» Καὶ ταῦτα εἰπὼν καὶ τὴν δημηγορίαν τελέσας καὶ μετὰ δακρύων καὶ στεναγμῶν τὸν θεὸν εὐχαριστήσας, οἱ πάντες ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ἀπεκρίναντο μετὰ κλαυθμοῦ λέγοντες «ἀποθάνωμεν ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καὶ τῆς πατρίδος ἡμῶν.»
Ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς καὶ πλεῖστα εὐχαριστήσας καὶ πλείστας δωρεῶν ἐπαγγελίας αὐτοῖς ἀπηγγείλατο. Εἶτα πάλιν λέγει:  «Λοιπόν, ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, ἕτοιμοι ἔστε τῶ πρωΐ, Χάριτι καὶ ἀρετῇ τῇ παρὰ τοῦ θεοῦ ὑμῖν δωρηθείσῃ, καὶ συνεργούσης τῆς ἁγίας τριάδος, ἐν ᾗ τὴν ἐλπίδα πᾶσαν ἀνεθέμεθα, ποιήσωμεν τοὺς ἐναντίους μετὰ αἰσχύνης ἐκ τῶν ἐντεῦθεν κακῶς ἀναχωρήσωσιν.»

Ἀκούσαντες δὲ οἱ δυστυχεῖς Ῥωμαῖοι καρδίαν ὡς λέοντες ἐποίησαν, καὶ ἀλλήλοις συγχωρηθέντες ᾔτουν εἷς τῷ ἑτέρῳ καταλλαγῆναι, καὶ μετὰ κλαυθμοῦ ἐνηγκαλίζοντο, μήτε φιλτάτων τέκνων μνημονεύοντες οὔτε γυναικὼν ἢ πλούτου φροντίζοντες, εἰ μὴ μόνον τοῦ ἀποθανεῖν ἵνα τὴν πατρίδα φυλάξωσι. Καὶ ἕκαστος ἐν τῷ διατεταγμένῳ τόπῳ ἐπανέστρεψε, καὶ ἀσφαλῶς ἐποίουν ἐν τοῖς τείχεσι τὴν φυλακήν. Ὁ δὲ βασιλεὺς ἐν τῷ πανσέπτῳ ναῷ τῆς τοῦ θεοῦ λόγου σοφίας ἐλθὼν καὶ προσευξάμενος μετὰ κλαυθμοῦ τὰ ἄχραντα μυστήρια μετέλαβεν. Ὁμοίως καὶ ἕτεροι πολλοὶ τῇ αὐτῇ νυκτὶ ἐποίησαν. Εἶτα ἐλθὼν εἰς τὰ ἀνάκτορα ὀλίγον σταθεὶς καὶ ἐκ πάντων συγχώρησιν αἰτήσας, ἐν τῇδε τῇ ὥρᾳ τις διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ; Εἰ καὶ ἀπὸ ξύλου ἄνθρωπος ἢ ἐκ πέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι.

Καὶ ἀναβὰς ἐφ᾿ ἵππου ἐξήλθομεν τῶν ἀνακτόρων περιερχόμενοι τὰ τείχη [...]

Η τουρκική επίθεση άρχισε τα ξημερώματα της Τρίτης, 29 Μαΐου του 1453. Ο Κωνσταντίνος συμμετείχε στη σκληρή μάχη σώμα με σώμα, που έγινε σε τρία κύματα, με την τρίτη να είναι και η πιο σφοδρή και τον Ιουστινιάνη να τραυματίζεται και να αποχωρεί, προκαλώντας σύγχυση. Οι υπερασπιστές είχαν εξαντληθεί, και οι Τούρκοι άρχισαν να μπαίνουν στην Πόλη. Στο αποκορύφωμα της σύγκρουσης ακούστηκε το «εάλω η Πόλις», με αποτέλεσμα να σπάσει οριστικά το ηθικό των υπερασπιστών, ενώ παράλληλα οθωμανική δύναμη καταλάμβανε πύργο στα τείχη.
Όπως γράφει ο Μιγιάτοβιτς, κάποιος από την ακολουθία του αυτοκράτορα του είπε πως ίσως να υπήρχε χρόνος να φτάσει στο λιμάνι και να διαφύγει. Η απάντησή του ήταν «μη δώσει ο Θεός να ζήσω, αυτοκράτορας εγώ, χωρίς αυτοκρατορία. Αφού πέφτει η πόλη μου, θα πέσω κι εγώ μαζί της», ενώ, στρεφόμενος προς την ακολουθία του, είπε τα εξής: «όποιος θέλει να φύγει, ας σώσει τον εαυτό του, αν μπορεί κι όποιος είναι έτοιμος να αντικρίσει τον θάνατο, ας με ακολουθήσει!».
Γύρω στους 200 Έλληνες και Ιταλοί εθελοντές και ευγενείς ακολούθησαν τον αυτοκράτορα, μεταξύ αυτών ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, ο δον Φρανσίσκο του Τολέδο, ο Ιβάν ο Δαλματός και ο Δημήτριος Καντακουζηνός.

Την τελευταία έφοδο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου περιγράφει ο Σφραντζής:
«Κέντρισε, τότε, τον ίππο του και καλπάζοντας έφτασε στο σημείο από όπου ερχόταν το πλήθος των ασεβών και από την πρώτη συμπλοκή κατακρήμνισε τους ασεβείς από τα τείχη, γεγονός που ήταν παράξενο και θαυμάσιο για όσους έτυχε να βρεθούν εκεί και να το δουν. Βρυχώμενος σαν λιοντάρι και κρατώντας το γυμνό ξίφος στο δεξί χέρι του κατέσφαξε πολλούς από τους εχθρούς, ενώ το αίμα έρρεε σαν ποτάμι από τα πόδια του και τα χέρια του».

Η μάχη, σύμφωνα με αναφορές, ήταν σκληρότατη, αλλά το τέλος της προδιαγεγραμμένο.

«Τελευταίον όμως ηναγκάσθησαν πάντες να ενδώσωσιν εις τον από στιγμής εις στιγμήν κορυφούμενον χείμαρρον. Οι πλείστοι των ανωτέρων αξιωματικών είχον πέσει... οι δε λοιποί συμπαρεσύρθησαν μετά του σμήνους των πανταχόθεν επιδραμόντων. Την στιγμήν ταύτην ο βασιλεύς ανέκραξε, κατά Δούκαν, “δεν υπάρχει Χριστιανός να λάβη την κεφαλήν μου;” Κατά δε τον Κριτόβουλον “η πόλις αλίσκεται, και εγώ ζω έτι;”»
γράφει ο Παπαρρηγόπουλος, που συμπληρώνει ότι κατά τις δραματικές αυτές στιγμές ο Κωνσταντίνος τραυματίστηκε στο πρόσωπο, συνέχισε να μάχεται και στη συνέχεια χτυπήθηκε από πίσω και έπεσε.

Και έτσι τελείωσε η ζωή του τελευταίου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης: Πολεμώντας μεταξύ των ανδρών του, ως ανώνυμος, απλός στρατιώτης, «κείμενος μεταξύ μυρίων άλλων νεκρών, διότι, καίτοι φορών τα ερυθρά πέδιλα, εν οις ήσαν κεντημένοι χρυσοί άετοί, δεν παρετηρήθη τις ήτο υπό των ανθρώπων εκείνων, οίτινες έσπευδον εις τα ενδότερα της πόλεως επί αρπαγή και λεία».

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν νεκρός και μαζί του η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Γλυπτό με τον "Μαρμαρωμένο Βασιλιά". Βρίσκεται στο Πολεμικό μουσείο Αθηνών.
Απόψεις για τον θάνατο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Οι σύγχρονες πηγές των γεγονότων της Άλωσης διαφέρουν ως προς την μαρτυρία τους σχετικά με την τύχη του αυτοκράτορα. Μερικές δεν κάνουν καμία αναφορά στο θάνατό του, άλλες καταγράφουν απλώς ότι σκοτώθηκε μαχόμενος. Λίγες υποστηρίζουν ότι διέφυγε. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος της Χίου αναφέρει πως ο Κωνσταντίνος ζήτησε από τους αξιωματικούς του να τον σκοτώσουν κι επειδή όλοι αρνούνταν ανακατεύτηκε μέσα στο γενικό μακελειό και σκοτώθηκε ποδοπατούμενος. Ο Βενετός Νικολό Μπάρμπαρο επαναλαμβάνει την ικεσία του Κωνσταντίνου για να τον θανατώσουν, αλλά αναφέρει πως το σώμα του εθέαθη μεταξύ των πτωμάτων και πως φημολογείτο πως κρεμάστηκε. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος αναφέρει πως έπεσε μαχόμενος στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ το κεφάλι του αποκόπηκε και δωρήθηκε στον Μωάμεθ. Αυτό επανέλαβαν οι Δούκας και Χαλκοκονδύλης, ενώ ο Βενετός Ιάκωβος Τεντάλι λέει πως ίσως χάθηκε το κεφάλι του. Ο Κωνσταντίνος Μιχαήλοβιτς της Οστρόβιτσα στα απομνημονεύματά του αναφέρει πως αφού σκοτώθηκε σε ρείγμα του τείχους, το κεφάλι του αποκόπηκε από ένα γενίτσαρο ονόματι Σαριέλλη που το δώρησε στον σουλτάνο. Για τους Τούρκους χρονογράφους και ιστορικούς ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας πανικόβλητος τράπηκε σε φυγή, αλλά μετά από συμπλοκή τελικά αποκεφαλίστηκε. Ο Βενετός Νικόλαος Σαγκουντίνο αναφέρει πως ο Ιουστινιάνης διαπιστώνοντας το μάταιο της άμυνας του ζήτησε να διαφύγει ασφαλώς, αλλά εκείνος αρνήθηκε θέλοντας να πεθάνει μαζί με την αυτοκρατορία του. Γενικά ομοφώνως οι πηγές αναφέρουν πως σκοτώθηκε και το πτώμα του που βρέθηκε αποκεφαλίστηκε. Τρεις μόνο πηγές αναφέρουν πως διέφυγε από την πόλη: ο Σαμίλε ή Σαμουήλ, Έλληνας επίσκοπος, ο Αρμένιος ποιητής Αβραάμ Αγκύρας και ο Νίκολα ντελα Τούτσια. Ο Αινείας Σύλβιος, κατοπινός Πάπας Πίος Β’ αναφέρει πως εγκατέλειψε τη θέση του από δειλία, μα τελικά σκοτώθηκε. Ίσως αναπαράγει ψευδή πληροφορία από τους Σέρβους που την άντλησαν από τους Τούρκους, στο πλευρό των οποίων πολεμούσαν. Για τον τόπο θανάτου του αναφέρεται το ρήγμα του τείχους, κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ή η Χρυσή Πύλη. Όπως επισημαίνει και ο Ντόναλντ Νίκολ, «η αφθονία αλληλοσυγκρουόμενων μαρτυριών καθιστά αδύνατον το να βεβαιωθεί κανείς σχετικά με τον τόπο και τον τρόπο θανάτου του Κωνσταντίνου».

Θρύλοι για τον τόπο ταφής του
Ο Θεόδωρος Σπανδωνής ή Σπαντουνίνο αναφέρει πως το πτώμα του αναζητήθηκε από τον Μωάμεθ και όταν το βρήκε τον θρήνησε και τον έθαψε, αλλά κατά τον Σπανδωνή δεν υπάρχει πουθενά ο τάφος του στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μακάριος Μελισσηνός αναφέρει πως ετάφηκε στην Αγία Σοφία, κάτι που απορρίπτεται ως μυθώδες. Ο Εβλιγιά Τσελεμπί αναφέρει ως τόπο ταφής του τη μονή της Περιβλέπτου, αλλά εκεί έχει θαφτεί ένας προγενέστερος Αυτοκράτορας. Τούρκος ιστορικός του 19ου αιώνα λέει πως ετάφηκε στο Μπαλουκλί, στη μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Ο Πατριάρχης Κωνστάντιος του Σινά αναφέρει πως Τούρκοι ιμάμηδες και χριστιανοί επισκέπτονταν το τέμενος Γκιουλ Καμί, τον πρώην ναό της Αγίας Θεοδοσίας, ως τόπο ταφής του Κωνσταντίνου. Τέλος Τούρκοι διέδιδαν πως ετάφη στο Βέφα Μεϊντάν, αλλά μάλλον εκεί ήταν θαμμένος κάποιος δερβίσης ή Τούρκος στρατιώτης που εκτελέστηκε από τον Σουλτάνο επειδή σκότωσε τον Αυτοκράτορα και δεν τον συνέλαβε ζωντανό. Τέλος άλλη παράδοση αναφέρει πως ετάφτη στον ναό των Αγίων Αποστόλων, αλλά μεταφέρθηκε αργότερα το σώμα του στο Γκιουλ Τζαμί. Πιθανώς ετάφη σε έναν κοινό τάφο μαζί με τους ένοπλους συντρόφους τους και τους εχθρούς του.
Ο θρύλος πως τελικά δεν πέθανε και πως θα επέστρεφε καλλιεργήθηκε από τα πρώτα χρόνια της Άλωσης: στο ποίημα Άλωση της Πόλης του ψευδο-Γεωργιλλά ο Μωάμεθ έψαξε να βρει το πτώμα του νεκρού Παλαιολόγου χωρίς να το εντοπίσει. Στο Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης ικετεύονται οι Κρήτες στρατιώτες να του κόψουν το κεφάλι και να το μεταφέρουν στην Κρήτη για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Πάντως μετά το θάνατό του, έγινε θρυλική μορφή της ελληνικής λαϊκής παράδοσης ως ο "Μαρμαρωμένος Βασιλιάς" που θα ξυπνήσει και θα ανακτήσει την αυτοκρατορία και την Κωνσταντινούπολη από τους Οθωμανούς.

Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος θεωρείται εθνομάρτυρας και αποκαλείται συχνά και ανεπίσημα ως «εθνικός ήρωας» αν και δεν έχει ανακηρυχθεί άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία.