Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Οι Ένοχοι – κεφάλαιο 10

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 1453 από γαλλική μινιατούρα της Βιβλιοθήκης του Παρισιού
Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 1453 από γαλλική μινιατούρα της Βιβλιοθήκης του Παρισιού

Η  ΙΣΤΟΡΙΚΗ  ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Οι δυο Λατίνοι ιεράρχες κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια προετοιμάζοντας το έδαφος, ώστε το συμβούλιο που επρόκειτο να συγκληθεί να έχει την ποθούμενη επιτυχία. Παρά τις πολλές και μεγάλες αντιδράσεις των αρχόντων, των οπαδών του Γεννάδιου και ιδίως του μεγάλου δούκα και πρωτοστάτορα Λουκά Νοταρά, ο οποίος ερχόταν σε αξίωμα δεύτερος μετά τον αυτοκράτορα, αποφασίστηκε η επίσημη αναγνώριση των συμφωνιών της Φλωρεντίας από μέρους των Βυζαντινών. Καθορίστηκε δε, όπως, την ημέρα του Αγίου Σπυρίδωνα, γίνει σχετική προς τούτο τελετή στην Αγία Σοφιά.
Πραγματικά, στις 12 Δεκεμβρίου (1452), εορτή του Αγίου Σπυρίδωνα, στο μεγάλο και ιστορικό ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας, στο θαυμάσιο αυτό κτίσμα του Ιουστινιανμού, άρχισαν από νωρίς να καταφθάνουν οι πολυτελέστατες άμαξες των αρχόντων και των προκρίτων της χιλιόχρονης Πόλης. Ολόκληρος ο τεράστιος χώρος του ναού ήταν κατάμεστος κόσμου. Στον αυτοκρατορικό θρόνο στεκόταν όρθιος ο αυτοκράτορας, περιστοιχισμένος από άρχοντες και αυλικούς, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζε ο μέγας δούκας Νοταράς. Οι αρχιερείς, με τα λαμπρά και χρυσοκέντητα άμφιά τους, γέμιζαν το χώρο του ιερού βήματος. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου κι αντικαταστάτης του εξόριστου πατριάρχη Γρηγορίου και ο συλλειτουργών μαζί του αντιπρόσωπος του πάπα, καρδινάλιος Ισίδωρος, με τον αρχιεπίσκοπο Χίου και Μυτιλήνης Λεονάρδο. Τους αρχιερείς αυτούς βοηθούσε χορεία άλλων αρχιερέων και ομάδα από τριακόσιους περίπου ιερείς.
Την ώρα που οι ψαλμωδίες και οι ύμνοι της μεγαλοπρεπούς ιστορικής συλλειτουργίας γέμιζαν με τη μελωδικότητά τους και την ιερή τους κατάνυξη τους θόλους της Αγίας Σοφίας, ο περιβόητος και φανατικός υπερορθόδοξος καλόγερος, ο διαβόητος Γεννάδιος, μέσα απ’ το κελλί του μεγάλου μοναστηριού του Παντοκράτορα όπου μόναζε, ξεστόμιζε τις φοβερότερες κατάρες κατά της ένωσης, του αυτοκράτορα και αυτής ακόμα της Κωνσταντινούπολης. Υποκρινόμενος παράξενη, τάχα, ψυχολογική κατάσταση και δείχνοντας ότι δήθεν βρίσκεται υπό την επήρεια μυστηριωδών υπερδυνάμεων, νηστεύοντας συνεχώς και προσευχόμενος, προέλεγε το μέλλον της Πόλης. Προέλεγε και διατυμπάνιζε, ότι θα βρουν την πόλη ακατονόμαστα δεινά, γιατί οι εχθροί του χριστιανισμού επέτρεψαν σε βρομερούς ανθρώπους του σκύλου του πάπα να μπουν στην Αγία Σοφιά και να μολύνουν με την παρουσία τους το Ιερό. Πρόφερε λόγια ακαταλαβήστικα σε είδος χρησμών και προέβλεπε τον ερχομό του τέλους της αυτοκρατορίας, σταλμένον απ’ τη θεία οργή, ένεκα της συμμαχίας του αυτοκράτορα με τους αιρετικούς. Οι παράξενοι εκείνοι χρησμοί του, τα μπερδεμένα λόγια του και το έκδηλο μίσος του, ηλέκτριζαν τους οπαδούς του και τους αφελείς και απλοϊκούς ανθρώπους και τους εξόργιζαν κατά της ένωσης και του αυτοκράτορα[1].
Αλλόφρονες ομάδες εξαγριωμένων ανδρών και γυναικών, ιερέων και μοναχών, καλογραιών και κάθε είδους ανθρώπων, περιέτρεχαν φωνασκούντες στους δρόμους, εκτοξεύοντας τις χειρότερες κατάρες και βλαστήμιες εναντίον των πάντων. Δεν έχουμε ανάγκη από καμιά ένωση, φώναζαν και έψαλαν ύμνους στη Θεοτόκο, την οποία καλούσαν να κατεβεί απ’ τους ουρανούς και να σώσει την Πόλη. Φώναζαν με υστερία να δείξει το θαύμα της. Να κατεβεί απ’ τον ουρανό και να αναλάβει αυτή την προστασία της Κωνσταντινούπολης απ’ τους Τούρκους. Άλλοι φώναζαν ‘’θάνατος στους αζυμίτες και στους ενωτικούς’’. Δεν υπάρχει, έλεγαν, ανάγκη της μισητής ένωσης. Η Παναγία, που έδιωξε τους στρατούς του Χορσόη, των Αράβων και των Σαρακηνών, θα διώξει και τους στρατούς του Μωάμεθ, αν αυτός επιτεθεί.
Ακόμα και μέσα στην  εκκλησία της Αγίας Σοφιάς δημιουργήθηκαν ασχήμιες απ’ την ομάδα που περιστοίχιζε το φανατικό ανθενωτικό κληρικό Νεόφυτο Ρόδιο. Την ώρα που γινόταν η λιτανεία και με ψαλμωδίες και κατάνυξη περιέφεραν μέσα στην  εκκλησία το ιερό λείψανο του αγίου Σπυρίδωνα, μαζί με τα άγια λείψανα άλλων αγίων, οι φανατικοί Ζηλωταί και πολέμιοι της ένωσης κραύγαζαν κατά των ενωτικών και εναντίον του πάπα.
Αλλά και τη στιγμή που ο αυτοκράτορας δήλωνε επίσημα ότι παραδέχεται τους όρους της Φλωρεντίας και τάσσεται υπέρ της ένωσης των δύο εκκλησιών και όταν οι από κοινού συλλειτουργούντες ορθόδοξοι και καθολικοί αρχιερείς ανέπεμψαν δεήσεις υπέρ του πάπα Νικολάου του V και του παλινορθωθέντα πατριάρχη Γρηγορίου, οι φανατισμένοι Ζηλωταί και οι οπαδοί του Γεννάδιου, άντρες και γυναίκες, καλόγεροι και παπάδες, καλογριές και άνθρωποι κάθε κατηγορίας, εγκατέλειψαν την εκκλησία, βγήκαν στους δρόμους και ενώθηκαν με τους άλλους ανθενωτικούς διαδηλωτές και, ενώ μέσα στην εκκλησία συνεχιζόταν η ιστορική συλλειτουργία και γιορτάζονταν έτσι η λήξη του μεγάλου και μακροχρόνιου σχίσματος των εκκλησιών, οι φανατισμένοι διαδηλωτές, παρασυρμένοι απ’ τη θρησκοληψία των παπάδων και, μη βλέποντας ή μη θέλοντας να δουν το μεγάλο οθωμανικό κίνδυνιο που παραμόνευε δίπλα τους, φώναζαν με οργή και πείσμα ‘’θάνατος στους αιρετικούς. Καλύτερα Ισλάμ παρά πάπας . . .’’
Την ώρα που ο καρδινάλιος Ισίδωρος βγήκε απ’ το Ιερό και παρουσιάστηκε για μια στιγμή στην Ωραία Πύλη, ακούστηκαν μέσα στο πλήθος φωνές αποδοκιμασίας. ‘’Έξω απ’ το ναό του Θεού οι αιρετικοί. Δεν θέλουμε εδώ αυτούς που έδιωξαν οι αδελφοί μας απ’ το Κίεβο. Μπράβο στο μέγα πρίγκιπα της Μόσχας Βασίλειο.’’
Στο άκουσμα των αποδοκιμασιών αυτών, ένας νεαρός που στεκόταν στριμωγμένος ανάμεσα στο πλήθος έξω απ’ την εκκλησία, κοντά στη μεγάλη είσοδο, ρώτησε μ’ απορία ένα διπλανό του γέροντα με κοντό άσπρο γένι κι ένα σημάδι στο μάγουλο.
-Γιατί καταφέρονται με τόσο μίσος εναντίον του καρδιναλίου; Γιατί ανακατεύουν το Κίεβο, το Ρώσο πρίγκιπα. . .;
Ο γέρος κοίταξε το νεαρό για λίγο και μετά του είπε.
-Οι προστριβές αυτές και τα μαλώματα ανάμεσα στις δυο εκκλησίες είναι πολύ παλιές. Έχουν αρχίσει αιώνες πριν. Και, άλλοτε μεν ησυχάζουν και σχεδόν ξεχνιούνται κι άλλοτε πάλι φουσκώνουν και θεριεύουν και, σα μανιασμένα κύματα, ορμούν και απειλούν να πνίξουν κι Ανατολή και Δύση.
Και, λέγοντας αυτά οι δυο συνομιλητές τραβήχτηκαν πιο πέρα, έξω απ’ το συνωστισμό και τον πολύ κόσμο, προς την άκρη του περίβολου της εκκλησίας. Κάθισαν σε μια μεγάλη πελεκητή πέτρα που βρίσκονταν εκεί κοντά πεσμένη και μισοχωμένη στη γη κι ο γέρος συνέχισε.
-Η Ανατολή κατηγορεί τη Δύση και η Δύση την Ανατολή. Η τακτική αυτή είναι κοινό γνώρισμα των ανθρώπων, που δεν έχουν το θάρρος και τη δύναμη να φέρουν το βάρος των πράξεών τους και την ευθύνη των ελαττωμάτων τους. Εμείς οι ανατολικοί, λέμε ζήτω ο πατριάρχης μας και οι καλόγεροί μας και κείνοι, οι δυτικοί, λένε ζήτω ο πάπας μας και όλοι οι καθολικοί. Αν με ρωτήσεις να σου πω ποιος έχει δίκιο, για να είμαι ειλικρινής θα σου απαντήσω απλά. Δεν ξέρω. Αν ακούσεις τον ένα, τον πάπα πώς τα λέει, δε θ’ αργήσεις να πας με το μέρος του κι αν ακούσεις τον άλλο, αλλάζεις θέση και πας με το μέρος εκείνου. Και τούτο, γιατί είμαστε λαός. Λαός, κοπάδι. Κι επειδή, δεν ξέρουμε ό,τι και όσα πρέπει να ξέρουμε, μας τραβάει ο ένας από εδώ κι ο άλλος από κει και πάντοτε δίνουμε δίκιο στο μεγαλύτερο καταφερτζή. Αν τύχει και τον καταλάβουμε ποτέ ποιος είναι και τι θέλει, είναι πλέον αργά, γιατί έχουμε πάθει τη ζημιά.
Άκουσες να φωνάζουν πριν από λίγο και να αναφέρουν το Κίεβο, τη Μόσχα, τον πρίγκιπα Βασίλειο κλπ.. Θα σου πω λίγα απ’ όσα έγιναν παλιότερα. Θα προσπαθήσω να σου πω τα πιο σπουδαία και μ’ όση περισσότερη αντικειμενικότητα μπορώ κι εσύ κρίνε μόνος σου, όπως θέλεις.
Το καλοκάγαθο γεροντάκι βολεύτηκε όσο μπορούσε καλύτερα πάνω στη σκληρή πέτρα, ακούμπησε τα δυο του χέρια πάνω στο ραβδί του, κοίταξε στα μάτια τον ανυπόμονο νεαρό και συνέχισε.
-Πριν από μερικά χρόνια προέκυψε ένα εκκλησιαστικό ζήτημα. Μήπως και πότε έπαψαν να προκύπτουν εκκλησιαστικά ζητήματα; Αλλά αυτό ενδιαφέρει περισσότερο τώρα τη διήγησή μας. Το ζήτημα των Ουσσιτών. Αυτοί ήταν Βοημοί, οπαδοί του Ουσσίου (John Huss),  ενός Τσέχου θρησκευτικού μεταρρυθμιστή του περασμένου αιώνα. Το 1430 λοιπόν, ο τότε πάπας Ευγένιος ο IV κάλεσε τους μεγάλους αρχιερείς και θεολόγους της Δύσης, για να εξετάσουν τα κηρύγματα και τις δοξασίες των Ουσσιτών και να επαναφέρουν τους αιρετικούς εκείνους, όπως τους αποκαλούσαν, στη θέση τους και να τους βάλουν στον ίσιο δρόμο. Η σύνοδος αυτή των αρχιερέων άρχισε στη Βασιλεία το 1431 και τελείωσε στη Φλωρεντία το 1439. Η Κωνσταντινούπολη έστειλε κι αυτή αντιπροσώπους της, για να παρακολουθήσουν τις εργασίες του συνεδρίου. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ο ηγούμενος ενός μοναστηριού της Κωνσταντινούπολης, ονομαζόμενος Ισίδωρος. Ο ηγούμενος αυτός βοηθούσε πολύ την ένωση των δύο εκκλησιών και προσπαθούσε όσο μπορούσε περισσότερο, όταν του δινόταν η ευκαιρία, για την εξεύρεση μιας λύσης προς την κατεύθυνση αυτή. Στη σύνοδο της Βασιλείας, οι πατέρες της καθολικής εκκλησίας αποφάσισαν, αφού τακτοποιήσουν το ζήτημα των Ουσσιτών, ν’ ασχοληθούν και με το ελληνικό ζήτημα. Το ζήτημα των ορθοδόξων. Η απόφαση αυτή της συνόδου  έθιξε τους ορθοδόξους και τους έκανε να διαμαρτυρηθούν έντονα, γιατί η σύνοδος, με την απόφασή της αυτή, τους χαρακτήριζε ουσιαστικά αιρετικούς, όπως και τους Ουσσίτες. Στην πραγματικότητα, ο πάπας Ευγένιος ο IV δεν έβλεπε με συμπάθεια τη σύνοδο αυτή της Βασιλείας, γιατί πολλοί απ’ τους συνοδικούς είχαν στο νου τους να συζητήσουν και διάφορες εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες δεν ήθελε ο ποντίφικας. Ο πάπας είδε ότι το πνεύμα που επικρατούσε στη Βασιλεία δεν ευνοούσε καθόλου τις απόψεις και τους σκοπούς του, γι’ αυτό και θέλησε να μεταφέρει το συνέδριο στη Βολωνία. Η πρότασή του, όμως, αυτή δεν έγινε δεκτή και παρουσιάστηκαν διχογνωμίες και προστριβές ανάμεσα στους ιεράρχες. Έτσι, οι πατέρες-σύνεδροι διαιρέθηκαν κι ο πάπας με τέσσερις καρδινάλιους εγκατέλειψε το συνέδριο. Ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Σιγισμούνδος, ο δούκας του Μιλάνου και όλοι σχεδόν οι ηγεμόνες της Δύσης τάχθηκαν με το μέρος των συνέδρων της Βασιλείας και μόνο η Βενετία και η Φλωρεντία πήγαν με το μέρος του πάπα.
Ο πάπας αποκάλεσε το συνέδριο ‘’συναγωγή του σατανά’’ και το συνέδριο αποκάλεσε τον Ευγένιο σχισματικό κι ανίκανο και τον αποκήρυξε. Ταυτόχρονα, αφόρισε και τους Βενετούς, τους συμπατριώτες του πάπα που πήγαν με το μέρος του.
Οι υποστηριχτές της συνόδου απ’ τη μια μεριά κι ο πάπας απ’ την άλλη άρχισαν χωριστές διαπραγματεύσεις με τον τότε αυτοκράτορα Ιωάννη. Η κάθε μερίδα επιδίωκε να πάρει τους Βυζαντινούς με το μέρος της κι έδειχνε πως ενδιαφερόταν, δήθεν, με κάθε τρόπο για την εξεύρεση ευνοϊκής λύσης της παλιάς διαφοράς Ανατολής και Δύσης κι ότι προσπαθούσε για μια ευκολότερη προσέγγιση των δύο χριστιανικών κόσμων.
Πρεσβευτές ανταλλάχτηκαν μεταξύ του πάπα και της Κωνσταντινούπολης και μεταξύ των συνέδρων της Βασιλείας και του αυτοκράτορα. Οι αντιπρόσωποι των συνέδρων της Βασιλείας που ήρθαν τότε απ’ την Κωνσταντινούπολη για να πλησιάσουν τους Βυζαντινούς μίλησαν στην ιερά σύνοδο και είπαν, ότι ο πάπας είναι άκυρος πια, αφού έχει καθαιρεθεί και ανίσχυρος πλέον να βοηθήσει σ’ οτιδήποτε την Κωνσταντινούπολη. Απείλησαν δε πως, αν οι Ορθόδοξοι δεν ταχθούν με το μέρος τους και δεν στείλουν αντιπροσώπους τους στη Βασιλεία, τα δυτικά έθνη θα κηρύξουν πόλεμο κατά της Κωνσταντινούπολης και θα την κυριέψουν. Υπογράμμισαν επίσης τη θέληση και τη δύναμη των εθνών της Δύσης για μια τέτοια εκστρατεία[2].
Οι αντιπόσωποι του πάπα που ήρθαν λίγο αργότερα εδώ μίλησαν κι αυτοί στην ιερά σύνοδο το Σεπτέμβριο του 1437 και δήλωσαν στον αυτοκράτορα, ότι ο πάπας είναι αποφασισμένος να συγκαλέσει άλλο συνέδριο και, σε περίπτωση που η Κωνσταντινούπολη θα ταχθεί με το μέρος του, δεν έχει αντίρρηση ο ποντίφικας, η πρόσκληση του συνεδρίου να γίνει στο όνομα του αυτοκράτορα. Επιπλέον, προσφέρθηκαν κι αυτοί, όπως και οι προηγούμενοι αντιπρόσωποι, να πληρώσουν όλα τα έξοδα αποστολής και διαμονής των αντιπροσώπων της Κωνσταντινούπολης στην Ιταλία. Τις μέρες εκείνες που γίνονταν οι συναντήσεις με τις αντιπροσωπείες των Δυτικών, ήρθε πρεσβεία απ’ το σουλτάνο κι ειδοποίησε τον αυτοκράτορα να προσέξει πολύ τις αποφάσεις του, γιατί η φιλία του με το Μουράτ θα έχει πολύ μεγαλύτερη αξία απ’ τη φιλία του με τη Δύση[3].
Ο αυτοκράτορας και η σύνοδος, αφού άκουσαν και τις δυο αντιπροσωπείες των Λατίνων κι έλαβαν υπόψη και τις φοβέρες των Τούρκων, αποφάσισαν τελικά να ταχθούν με το μέρος του πάπα. Ο πάπας Ευγένιος ο IV φάνηκε στους Βυζαντινούς περισσότερο πρόθυμος στο πλησίασμα Ανατολής και Δύσης. Οι διαθέσεις του ήταν πιο ξεκαθαρισμένες κι ο ίδιος έδειχνε μεγαλύτερη κατανόηση κι ελαστικότητα . . .
Στο σημείο αυτό, μια δυνατή βοή από διαμαρτυρίες και μπερδεμένες φωνές των αντιφρονούντων σκέπασε τους ήχους της ψαλμωδίας που έβγαιναν απ’ τις ανοιχτές πόρτες και τα παράθυρα της Αγίας Σοφιάς και γέμιζαν τους γύρω χώρους του προαύλιου. Ο γέρος διέκοψε τη διήγησή του και, με μια κίνηση του χεριού του και μια γκριμάτσα στο πρόσωπό του, έδειξε τη δυσφορία του και την αντιπάθειά του για τις απρέπειες που συνέβαιναν στο χώρο της εκκλησίας.
Σαν καλμάρησε το κύμα των φωνασκιών, ο γέρος με τ’ άσπρα γένια και το σημάδι στο μάγουλο συνέχισε.
-Επειδή, λοιπόν, ο πάπας είδε τα διαιρεμένα πνεύματα των πατέρων της συνόδου της Βασιλείας και προέβλεψε τα αποτελέσματα της αδιαλλαξίας τους κι αφού έμαθε και την απόφαση του αυτοκράτορα, όρισε σαν τόπο της συνόδου τη Φερράρα της Ιταλίας.
Το Νοέμβριο του 1437, ο αυτοκράτορας Ιωάννης κι ο πατριάρχης Ιωσήφ έφυγαν απ’ την Κωνσταντινούπολη με πλοία του πάπα και το Φεβρουάριο του επόμενου έτους έφτασαν στη Βενετία. Ο πάπας κι οι Βενετοί χάρηκαν ιδιαίτερα με τον ερχομό του αυτοκράτορα και του πατριάρχη και τους δέχτηκαν τελικά με μεγάλες τιμές. Λέγω τελικά, γιατί στην αρχή τα πράγματα είχαν μπερδευτεί. Όταν βγήκε ο αυτοκράτορας στη Φερράρα, έβρεχε δυνατά και η υποδοχή δεν έγινε όπως έπρεπε. Επιπλέον, ο πάπας επέμενε, όπως, την ώρα της υποδοχής, ο πατριάρχης Ιωσήφ του φιλήσει το πόδι. Ο πατριάρχης δεν συμφωνούσε με κανένα τρόπο στην αξίωση αυτή του πάπα και δεν ήθελε να βγει απ’ το πλοίο[4]. Τελικά, έγινε κάποιος συμβιβασμός, γιατί η παρουσία του αυτοκράτορα και της συνοδείας του στη Φερράρα θα έδινε μεγάλο κύρος στο συνέδριο του πάπα κι έτσι τα πράγματα εξομαλύνθηκαν και αποφεύχθηκε η μεγάλη ταπείνωση του πατριάρχη. Τον αυτοκράτορα Ιωάννη συνόδευε ο αδελφός του Δημήτριος, δεσπότης τότε του Μυστρά, ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Ιωσήφ, ο μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος με τον αδελφό του Ιωάννη, ο ξακουστός και πολυδιαβασμένος αρχιεπίσκοπος Νικαίας Βησσαρίων, ο αρχιεπίσκοπος Σάρδεων Διονύσιος, ο αρχιεπίσκοπος Χίου Λεονάρδος, ο Νεόφυτος ο Ρόδιος, ο Γεώργιος Αμιρούζης, ο Γεώργιος ο Τραπεζούντιος, ο Συρόπουλος, ο Γεώργιος Φραντζής, ο Γεννάδιος, ο κοινός διερμηνέας Νικόλαος Σεκονδίνος ο καταγόμενος απ’ την Εύβοια[5] και πολλοί άλλοι κληρικοί και λαϊκοί. Περίπου επτακόσια άτομα. Η μεγάλη αυτή συνοδεία, η οποία περιλάμβανε 30 επισκόπους, πολλούς άρχοντες και αρκετούς διακεκριμένους λόγιους, έμεινε για λίγο στη Βενετία και μετά πήγε στη Φερράρα.
Οι Βενετοί έδειξαν στους Έλληνες τους θησαυρούς του Αγίου Μάρκου. Οι θησαυροί της Βενετίας ήταν πραγματικά σπάνιοι. Άφθαστοι σε τέχνη και αμύθητοι σε αξία. Ο Συρόπουλος, όταν τους είδε, είπε μελαγχολικά: ‘’όλοι αυτοί οι θησαυροί ήταν κάποτε δικοί μας . . . Είναι τα αφιερώματα και τα κειμήλια της Αγίας Σοφιάς και των μοναστηριών της Πόλης, που λεηλάτησαν και άρπαξαν οι Λατίνοι στην εξηκονταετία που κατείχαν την Κωνσταντινούπολη . . .’’ Κάποιος που βρέθηκε δίπλα του κι άκουσε το παράπονό του, του είπε πως δεν έχει απόλυτο δίκιο. Πολλά απ’ τα ανεκτίμητα εκείνα αντικείμενα κι ιδίως οι αυτοκρατορικοί θησαυροί είχαν παραδοθεί στους Βενετούς απ’ την αυτοκράτειρα Άννα το 1343, σαν ενέχυρα για την απόσπαση χρημάτων απ’ τη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, υπό μορφή δανείου, για να μπορέσει η τότε αυτοκράτειρα κι ο μέγας δούκας Απόκαυκος να συνεχίσουν τον εμφύλιο πόλεμο κατά του Ιωάννη Κατακουζηνού.
Επίσης, ο άρχοντας Φραντζής, όταν είδε τις πολυτελέστατες και καταστόλιστες με μετάξια γόνδολες των Βενετών κι όταν πάτησε το πόδι του στην πόλη με τα χίλια κανάλια, στάθηκε για λίγο αμίλητος και μαγεμένος απ’ την ομορφιά και την πρωτοτυπία της πόλης είπε: ‘’Βενετία υπέροχη, υπεροχότατη! Βενετία σοφή! Σοφότατη! Η πόλη του ψαλμού του Δαβίδ: «Ο Θεός εθεμελίωσε πόλιν επί των υδάτων . . .[6]»
-Με την ακολουθία του πατριάρχη ήταν κι ο Γεννάδιος; Ρώτησε μ’ απορία ο νέος. Αυτός που σήμερα καταριέται τον αυτοκράτορα και τον αποκαλεί αμαρτωλό κι αιρετικό ήταν τότε ακόλουθός του σε μια τέτοια αποστολή;
-Ο Γεννάδιος παλιότερα δεν ήταν κληρικός. Μετείχε στην αποστολή περισσότερο σαν ακόλουθος του αυτοκράτορα παρά του πατριάρχη. Ήταν γραμματέας στην υπηρεσία του παλατιού και δικαστής και ονομαζόταν Γεώργιος Σχολάριος. Αυτό είναι το λαϊκό του όνομα. Ακολούθησε τον αυτοκράτορα στο συνέδριο της Φλωρεντίας και μάλιστα υποστήριξε και την ένωση των εκκλησιών κι υπέγραψε και την τελική διακήρυξη του συνεδρίου. Κατείχε πολύ καλά τη λατινική γλώσσα κι ίσως η λατινομάθειά του αυτή να ήταν ο κυριότερος λόγος που τον πήρε μαζί του ο αυτοκράτορας στην Ιταλία. Ήταν θαυμαστής του Γρηγορίου Παλαμά και υποστηριχτής των Ησυχαστών. Θαύμαζε το Λατίνο Θεολόγο Θωμά Ακουίνο και τις εργασίες του και παραδέχονταν τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Διαφωνούσε με το νεοπλατωνιστή απ’ το Μυστρά Γεώργιο Γεμιστό, το γνωστό με το όνομα Πλέθωνα. Γι’ αυτό κι όλο καυγάδιζαν όταν συζητούσαν οι δυο τους όσο χρόνο βρισκόταν μαζί στην Ιταλία. Ο Πλέθων ήταν για το Μυστρά την εποχή εκείνη ότι ήταν ο Μετοχίτης για την Κωνσταντινούπολη τον περασμένο αιώνα[7]. Όταν το 1409 πέθανε ο Θεόδωρος, ο αδελφός του δεσπότη του Μυστρά Μανουήλ, ο Πλέθων εκφώνησε λόγο στην κηδεία του, ενώ τον επικήδειο, τον οποίο είχε συντάξει ο ίδιος ο Μανουήλ, τον εκφώνησε ένας καλόγερος ονομαζόμενος Ισίδωρος. Αυτή ήταν η πρώτη δημόσια εμφάνιση του Πλέθωνα. Τότε ήταν γύρω στα πενήντα κι ήταν ονομαστός και σεβαστός φιλόσοφος. Ύστερα, έγινε σύμβουλος του Μανουήλ. Ήταν οπαδός και θαυμαστής του Πλάτωνα και προσπάθησε να παίξει στην αυλή του Μανουήλ στο Μυστρά το ρόλο που έπαιξε ο Πλάτωνας στην αυλή του Διονυσίου του δευτέρου στις Συρακούσες.
Αργότερα, όταν γύρισε στην Κωνσταντινούπολη, ο Γεννάδιος επηρεάστηκε απ’ το φανατικό ανθενωτικό μητροπολίτη της Εφέσου Μάρκο, άλλαξε ιδέες κι έγινε καλόγερος. Έγινε φοβερός εχθρός της ένωσης και μεγάλος πολέμιος του αυτοκράτορα.
Την ένωση αντέκρουσαν κι οι πατριάρχες Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων. Ο  πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Μητροφάνης, ο οποίος προσπαθούσε να προωθήσει την ένωση, πέθανε το 1443 και για ένα χρόνο ο οικουμενικός θρόνος χήρεψε. Στο διάστημα αυτό, οι ανθενωτικοί ισχυροποιήθηκαν περισσότερο. Όταν δε το 1444 πέθανε κι ο Μάρκος ο Ευγενικός, η αρχηγία της παράταξης των ανθενωτικών δόθηκε στον καλόγερο Γεννάδιο. Αυτός εξήγησε την αρχαία γραφή που βρέθηκε χαραγμένη πάνω στον τάφο του Μ. Κωνσταντίνου. Κατά την εξήγηση του Γεννάδιου, η γραφή εκείνη προέλεγε, ότι είναι πεπρωμένο η Πόλη να πέσει στα χέρια των Τούρκων[8].
Στις 15 του περασμένου Νοεμβρίου, μίλησε πάνω απ’ τον άμβωνα μπροστά στον αυτοκράτορα και στους άρχοντες και κατηγόρησε ανοιχτά την ένωση των εκκλησιών.
Ο νέος άκουγε εκστατικός, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα πάντα, ενώ ο γέρος τον πήγαινε από έκπληξη σε έκπληξη.
-Λοιπόν, στη σύνοδο αυτή, συνέχισε, που πρωτοσυνεδρίασε στη Φερράρα στις 9 Μαρτίου 1437, ο πάπας Ευγένιος δέχτηκε την ίδια μέρα τον πατριάρχη Ιωσήφ. Τέσσερις καρδινάλιοι και εικοσιπέντε επίσκοποι, μαζί με πολλούς άρχοντες και ευγενείς, υποδέχτηκαν τον πατριάρχη και τον παρουσίασαν στον πάπα. Ο πάπας σηκώθηκε απ’ το θρόνο του, τον αγκάλιασε και τον υποδέχτηκε με χαρά και θέρμη. Μετά, τον έβαλε να καθίσει δίπλα του σ’ ένα κάθισμα ίδιο μ’ αυτά που καθόταν οι καρδινάλιοι. Η συνεδρίαση αυτή ήταν τυπική και το συνέδριο αποφάσισε ν’ αναβάλει τις εργασίας του για τέσσερις μήνες, δίνοντας έτσι καιρό στους ιεράρχες της Βασιλείας, να συνετιστούν και να έρθουν κι αυτοί στο συνέδριο.
Τελικά, η επόμενη συνεδρίαση έγινε τον Οκτώβριο του 1437. Αρκετοί απ’ τους συνέδρους της Βασιλείας ήρθαν στη Φερράρα. Μεταξύ αυτών ήταν κι ο καρδινάλιος Ιούλιος Κεσαρίνο, ο πρόεδρος του συνεδρίου της Βασιλείας, ο οποίος και διακρίθηκε ανάμεσα στους Λατίνους θεολόγους. Επίσης, σπουδαίο ρόλο έπαιξε στο συνέδριο κι ο αρχηγός των Φραγκισκανών κληρικών Ιωάννης, καθώς και άλλοι Φραγκισκανοί ιερωμένοι, οι οποίοι είχαν παλιότερα επισκεφτεί την Ανατολή.
Στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου ορίστηκαν έξι Λατίνοι κι έξι ορθόδοξοι θεολόγοι, για να διατυπώσουν τα θέματα του συνεδρίου.
Βασικά, τα ζητήματα με τα οποία ασχολήθηκε το συνέδριο ήταν:
1) Η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Το καθαρά δογματικό θέμα του ‘’Filiogue’’.
2) Το είδος των ποινών για κάθαρση.
3) Η κατάσταση των ψυχών πριν απ’ την τελική κρίση.
4) Η χρήση των αζύμων στην Αγία Μετάληψη.
5) Τα πρωτεία του πάπα[9].
Στο συνέδριο της Φερράρα πήρε μέρος κι ο ηγεμόνας της Ρωσίας μέγας πρίγκιπας της Μόσχας Βασίλειος ο δεύτερος, ο αποκαλούμενος τυφλός κι έστειλε σαν αντιπρόσωπο της ρωσικής εκκλησίας τον τότε μητροπολίτη Κιέβου Ισίδωρο. Ο Ισίδωρος αυτός δεν ήταν άλλος απ’ τον ηγούμενο του μοναστηριού του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης, που στο μεταξύ είχε γίνει ιεράρχης και το 1436 είχε τοποθετηθεί μητροπολίτης Κιέβου της Ρωσίας. Και ο Ισίδωρος πάλι αυτός δεν είναι άλλος απ’ τον εκ Πελοποννήσου λόγιο και θεολόγο, τον μετέπειτα μοναχό, εκείνο που εκφώνησε επικήδειο λόγο στην κηδεία του άρχοντα Θεοδώρου, του αδελφού του δεσπότη του Μυστρά Μανουήλ το 1409. Κι επίσης, δεν είναι άλλος απ’ τον τώρα καρδινάλιο της Βολωνίας και αντιπρόσωπο του πάπα, που βλέπεις κι ακούς αυτή τη στιγμή να λειτουργεί μέσα στην Αγία Σοφιά.
-Αυτός είναι ο Ισίδωρος; ρώτησε ο νέος με κατάπληξη κι έστρεψε το βλέμμα του προς την εκκλησία, σα να ήθελε να δει τον καρδινάλιο, του οποίου η φωνή ξεχώριζε εκείνη τη στιγμή απ’ τις άλλες στην ψαλμωδία. Έμεινε για λίγο εκστατικός και άφωνος. Μετά, γυρίζοντας προς το γέρο, του είπε ανυπόμονα. Τι άλλο ξέρεις απ’ τη ζωή και τη δράση του καρδινάλιου; Κι ενέτεινε περισσότερο την προσοχή του.
-Ο Ισίδωρος, πραγματικά, συνέχισε ο γέρος, ευνοούσε την ένωση των εκκλησιών, όπως κι ο Βησσαρίωνας και μίλησε αρκετές φορές μ’ αυτό το πνεύμα στο συνέδριο και μ’ επιμονή υποστήριξε το πλησίασμα της Ανατολής και της Δύσης. Μάλιστα, σ’ ένα λόγο του είπε: ‘’Η ένωση, αν πραγματοποιηθεί, θα δημιουργήσει ένα μνημείο, το οποίο θα συναγωνίζεται τον κολοσσό της Ρόδου και του οποίου η κορυφή θα έφθανε στον ουρανό, ενώ η λαμπρότητά του θα ήτο αισθητή τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση[10].’’
Το συνέδριο δεν παρέμεινε και πολύ στη Φερράρα, γιατί μια μεγάλη επιδημία ξέσπασε στην πόλη αυτή και οι σύνεδροι, φοβούμενοι το μεγάλο λοιμό, το μετέφεραν στη Φλωρεντία. Έτσι τουλάχιστον εξήγησαν τη μεταφορά του απ’ τη Φερράρα στη Φλωρεντία.
Όπως, όμως, στη Βασιλεία οι σύνεδροι διαιρέθηκαν σε παπικούς και αντιπαπικούς, έτσι και στη Φλωρεντία διαιρέθηκαν σε ενωτικούς και ανθενωτικούς. Απ’ τους ορθόδοξους αντιπροσώπους, εκτός απ’ τον αυτοκράτορα που πρωτοστάτησε για την ένωση, τάχθηκαν υπέρ της ένωσης και την υποστήριξαν με κάθε τρόπο ο αρχιεπίσκοπος Νικαίας Βησσαρίων, ο μητροπολίτης Κιέβου Ισίδωρος κι ο αρχιεπίσκοπος Χίου Λεονάρδος. Εναντίον της ένωσης τάχθηκαν ο μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός, ο αδελφός του Ιωάννης, ο Νεόφυτος ο Ρόδιος, ο επίσκοπος Ηρακλείας και άλλοι, οι οποίοι με κάθε μέσο πολέμησαν τη γεφύρωση του χάσματος, γιατί θεωρούσαν το πλησίασμα αυτό όχι σαν ισότιμη ένωση των δύο χριστιανικών κόσμων αλλά σαν υποταγή και υποδούλωση της Ανατολής στη Δύση.
Τα ‘’πρωτεία’’ του πάπα απασχόλησαν περισσότερο τη σύνοδο των ιεραρχών απ’ ότι το πραγματικά δογματικό ζήτημα του ‘’Filiogue’’.
Παρ’ όλες, όμως, τις διαμάχες, τις αντιδράσεις και τα απρόοπτα, η σύνοδος προχώρησε στο έργο της, το οποίο, ύστερ’ από εικοσιέξι συνεδριάσεις τελείωσε στις 6 Ιουλίου 1439. Στις 14 Ιουλίου εξέδωσε την απόφασή της, με την οποία κηρύσσονταν η ένωση των εκκλησιών και γεφυρώνονταν το χάσμα, που επί τόσους αιώνες συντάραζε το χριστιανισμό. Έτσι τουλάχιστον πίστευαν κι έτσι διέδιδαν οι οπαδοί της ένωσης.
Επειδή οι σύνεδροι, καθολικοί κι ορθόδοξοι, ενωτικοί και ανθενωτικοί, προέβλεπαν την αντίδραση του λαού κι ιδιαίτερα των κληρικών και των καλογήρων της Ανατολής και, για να μη δοθεί άμεση λαβή διαμαρτυρίας, συνέταξαν στο τέλος του συνεδρίου διακήρυξη σε πολλά αντίγραφα, απ’ τα οποία τέσσερα υπέγραψαν μόνο οι Έλληνες και τα υπόλοιπα οι Λατίνοι. Στα αντίγραφα των Ελλήνων δεν αναφέρονταν τίποτα για την υπεροχή του πάπα. Απ’ αυτά τα αντίγραφα έστειλε το συνέδριο στην Κωνσταντινούπολη και στην Ανατολή, ενώ στα άλλα των Λατίνων υπήρχε παράγραφος, που αναγνώριζε την πρωτοκαθεδρία στον πάπα. Τέτοια αντίγραφα στάλθηκαν στο Λονδίνο, στο Παρίσι και σ’ άλλα μέρη της Δύσης. Αργότερα, τα αντίγραφα των Λατίνων δεν τα αναγνώρισαν οι Έλληνες σαν αυθεντικά αλλά τα χαρακτήρισαν σαν πλαστά και άκυρα[11].
Την περιβόητη αυτή απόφαση της συνόδου της Φλωρεντίας δεν υπέγραψαν οι ανθενωτικοί σύνεδροι, όπως ο Μάρκος της Εφέσου, ο Ρόδιος, ο επίσκοπος της Ηράκλειας και άλλοι.
Ο επίσκοπος της Ηράκλειας, επιστρέφοντας για την Κωνσταντινούπολη, πέρασε απ’ τη Βενετία. Στη λειτουργία του Αγίου Μάρκου, κλήθηκε απ’ τους καθολικούς να πει το ‘’Πιστεύω’’. Το είπε παραλείποντας το ‘’Filiogue’’[12]. Ο ίδιος επίσκοπος επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη δήλωσε, ότι θα προτιμούσε να του κοπεί το χέρι παρά να υπογράψει τη διακήρυξη της ένωσης[13].
Επιπλέον, οι πατριάρχες Ιεροσολύμων, Αντιοχίας και Αλεξανδρείας, ομόφωνα αποκήρυξαν την ένωση και την καθολική εκκλησία και δήλωσαν, ότι θα αφορίσουν κάθε ορθόδοξο κληρικό, ο οποίος θα τολμήσει να ταχθεί με το μέρος των ενωτικών[14].
Αντίθετα, με χαρά την υπόγραψαν οι ένθερμοι υποστηρικτές της, ο Βησσαρίων της Νικαίας, ο Ισίδωρος του Κιέβου, ο Λεονάρδος της Χίου και άλλοι κληρικοί.
Ο πατριάρχης Ιωσήφ, ο οποίος ήταν ογδόντα χρονών, πέθανε και θάφτηκε στη Φλωρεντία, λίγες μέρες πριν τελειώσουν οι εργασίες του συνεδρίου και υπογραφεί η ένωση. Οι ανθενωτικοί τότε είπαν αμέσως, ότι ο θάνατος του πατριάρχη ήταν ένα ακόμη σημείο της ασέβειας των ενωτικών και δείγμα της παρανομίας του συνεδρίου. Απ’ την άλλη μεριά, οι καθολικοί είπαν ότι ο πατριάρχης, πριν πεθάνει, υπέγραψε δήλωση, η οποία βρέθηκε αργότερα σε μια φωλιά περιστεριών, με την οποία ασπάστηκε τον καθολικισμό και αναγνώρισε την υπεροχή του πάπα.
Επίσης, όταν οι ενωτικοί γύρισαν στην Κωνσταντινούπολη, διαπίστωσαν ότι, κατά την απουσία τους, οι εδώ ανθενωτικοί είχαν διαγείρει τα πνεύματα κατά της ένωσης κι είχαν ξεσηκώσει τόσο πολύ το λαό, ώστε η όλη τους προσπάθεια στη Φλωρεντία, για να πετύχουν όσο το δυνατόν καλύτερους όρους συμβιβασμού με τον πάπα και τους καθολικούς, έπεσε στο κενό και τα επιτεύγματά τους ήταν πλέον δώρο-άδωρο. Επιπλέον και η δική τους παρουσία στην Κωνσταντινούπολη γινόταν τώρα δύσκολη κι ανεπιθύμητη . . .
Τα ίδια περίπου συνέβαιναν και στη Ρωσία. Όταν ο τότε μητροπολίτης Ισίδωρος διέταξε να διαβαστεί η απόφαση της Φλωρεντίας στον καθεδρικό ναό της Αναλήψεως στη Μόσχα, δεν βρήκε καμιά απολύτως υποστήριξη. Αντίθετα, ο μέγας πρίγκιπας της Μόσχας Βασίλειος του φέρθηκε ψυχρά, δεν τον αποκαλούσε όπως πρώτα ‘’ποιμένα και διδάσκαλο’’ του ποιμνίου του, αλλά λύκο και εχθρό του. Τελικά, τον συνέλαβε και τον φυλάκισε σε μοναστήρι. Αργότερα δραπέτευσε από κει ο Ισίδωρος κι έφυγε στην Ιταλία. Ο πάπας τον έκανε καρδινάλιο της καθολικής εκκλησίας και τον έστειλε σήμερα εδώ σαν αντιπρόσωπό του. Επίσης, καρδινάλιο έκανε και το Βησσαρίωνα της Νικαίας, τον οποίο και κράτησε κοντά του. Ο Βησσαρίων ήταν τόσο σπουδαίος και ξακουστός, που θα γινόταν και πάπας, αν η καταγωγή του δεν ήταν ελληνική.
Ο σοφός αυτός άνθρωπος είχε γεννηθεί στην Τραπεζούντα κι είχε σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη. Την εποχή εκείνη, συναντήθηκε εδώ στην Κωνσταντινούπολη με τον Ιταλό ανθρωπιστή Φίλεφο, ο οποίος είχε έρθει κι αυτός στην Πόλη για να παρακολουθήσει ανώτερα μαθήματα.
Η γνωριμία του με το Φίλεφο τον έφερε σ’ επαφή με την κίνηση των Ιταλών ανθρωπιστών κι έμαθε απ’ αυτόν το ενδιαφέρον που έδειχναν οι Ιταλοί την εποχή εκείνη για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και την τέχνη. Το ανώτερο ελληνικό πνεύμα και την άφταστη ελληνική φιλολογία είχε μεταφέρει κι είχε μεταδώσει με μεγάλη επιτυχία στην Ιταλία ο Μανουήλ Χρυσολωράς από το 1366, με τις σχολές που είχε ανοίξει στη Φλωρεντία, στην Πάβια, στη Βενετία και στη Ρώμη.
Μια μέρα, στη Φλωρεντία, κατά τη διάρκεια της συνόδου, μας είπε ο Βησσαρίων: ‘’Δεν κρίνω σωστή την απομόνωσή μας απ’ τους Λατίνους, παρά την ύπαρξη όλων των ευλογοφανών αιτίων . . .’’
-Σας είπε ο Βησσαρίων στη Φλωρεντία; Φώναξε με κατάπληξη ο νέος. Μα, ποιος είσαι, καλέ μου γέροντα; Ξέρεις τόσα πολλά πράγματα, τόσα γεγονότα και με τόσες λεπτομέρειες, που δεν έχω ξανακούσει ποτέ μου. Πες μου, ποιος είσαι; Ξαναρώτησε ο νεαρός κι έριξε ένα παρακλητικό και γεμάτο θαυμασμό βλέμμα στο γλυκομίλητο και πολύξερο γεροντάκι.
Ο γέρος, με προσποιητή απάθεια, χωρίς να δείξει την ταραχή του για τις τελευταίες λέξεις που άθελά του του ξέφυγαν και με το ίδιο καλοκάγαθο και απλό ύφος, συνέχισε.
-Κάποτε ήμουν κι εγώ νέος σαν και σένα. Πήρα μέρος σε πολλές μάχες κι όσο μπορούσα πολέμησα για τον τόπο αυτό και με το πνεύμα και με τα όπλα κι έδειξε το σημάδι που είχε στο μάγουλο. Προσπάθησα ό,τι περνούσε απ’ το χέρι μου καλύτερο για τούτη την Πατρίδα.
Αναστέναξε για λίγο και κούνησε το κεφάλι του με λύπη, σα να έβλεπε όλους τους κόπους της ζωής του να πηγαίνουν χαμένοι και είπε.
-Πολέμησα τους Τούρκους του Μουράτ στην πολιορκία της Πόλης το 1422 κι ακολούθησα τον αυτοκράτορα Ιωάννη στη Φλωρεντία. Έλαβα μέρος στις εργασίες του συνεδρίου και παρακάθισα στο συμπόσιο που παρέθεσε ο πάπας στο τέλος του συνεδρίου. Πήγα μαζί με τον αυτοκράτορα στη Βενετία απ’ όπου περάσαμε επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη. Το όνομά μου είναι . . .
Τη στγμή αυτή φάνηκε να βγαίνει οργισμένος απ’ την εκκλησία ο μέγας δούκας Νοταράς και πίσω του ακολουθούσε ένα πλήθος δυσαρεστημένων ανθενωτικών. Με φωνές και χειρονομίες, βλοσυροί κι ορμητικοί σα μανιασμένο κύμα, διέσχισαν το γεμάτο πιστούς προαύλιο της Αγίας Σοφιάς και προχώρησαν προς το δρόμο. Το κύμα αυτό του φανατισμένου κι εξοργισμένου πλήθους έπεσε απροσδόκητα επάνω στους δυο συζητητές, οι οποίοι, χωρίς να το καταλάβουν, παρασύρθηκαν απ’ την ορμή του και χάθηκαν μέσα στην ανθρωποθάλασσα. Αργότερα, ο νεαρός ξαναγύρισε εκεί στο ίδιο μέρος και κάθισε στη γωνιά της μεγάλης πελεκητής πέτρας. Ακριβώς εκεί όπου καθόταν πριν από λίγο το καλό γεροντάκι με το άσπρο γένι και το σημάδι στο μάγουλο. Σκεφτόταν τα λόγια του κι έψαχνε με το βλέμμα του να ξαναδεί το ήρεμο κι άδολο πρόσωπο του γέρου με τα αστραφτερά μάτια και την καθαρή ψυχή. Καθισμένος στην άκρη της πέτρας ο νεαρός ένιωθε την ψυχή του να διψά γι’ αλήθεια και μ’ ανυπομονησία περίμενε τον άγνωστο γέροντα, να βγει απ’ το τρικυμισμένο πλήθος και νά ‘ρθει κοντά του, για να συνεχίσει τις τόσο ενδιαφέρουσες και γεμάτες αλήθεια ιστορίες του και να του δώσει απάντηση στα χίλια ερωτήματα που τώρα βασάνιζαν τη σκέψη του. Αλλά ο γέρος δεν ξανάρθε.
Πόσο ήθελε να μάθει τ’ όνομά του! . . .
***
Αλγεινή εντύπωση έκανε σ’ όλους κι ιδιαίτερα στους αντιπροσώπους του πάπα, όταν ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς, ανθενωτικός και θερμός οπαδός του Γεννάδιου, φεύγοντας απ΄ το ναό της Αγίας Σοφιάς, ξεστόμισε, φωνάζοντας δυνατά, τα τρομερά εκείνα και δηλητηριώδη για την περίπτωση λόγια: ‘’Καλύτερα να δούμε στη μέση της πόλης να βασιλεύει σαρίκι τούρκικο παρά καλύπτρα λατινική[15].
Τα λόγια αυτά έφεραν αναστάτωση στον κόσμο και μεγάλος σάλος παρατηρήθηκε μέσα κι έξω απ’ την εκκλησία. Ο νεαρός έμεινε άναυδος απ’ τις παράξενες αυτές εκδηλώσεις του πλήθους. Σιωπηλός κι αποσβολωμένος απ’ τους εξωφρενισμούς και τις απρέπειες του εξαγριωμένου όχλου, συνέχισε να κάθεται στην άκρη της μεγάλης πέτρας και να κοιτάζει απορημένος στο κενό. Σα φουσκωμένο κύμα ανεβοκατέβαινε η ταραχή μέσα στο απέραντο πλήθος και με ορμή και ηλεκτρισμένο πείσμα εξωτερικεύονταν και συγκρούονταν οι ερεθισμένες αντιθέσεις των αντιφρονούντων. Ανάμεσα στους φανατισμένους ήταν και μερικοί ψύχραιμοι, που προσπάθησαν να συγκρατήσουν κάπως τα πράγματα. Με την επέμβαση των λίγων αυτών κατορθώθηκε, ώστε οι εκδηλώσεις των μανιασμένων κυμάτων και το ξέσπασμα της απότομης έξαψης των αντιθέσεων, να μην έχουν τραγικότερα κι αιματηρά αποτελέσματα. Ο κόσμος, όμως, διαιρέθηκε με πείσμα και διαιρέθηκε βαθιά κι ανεπανόρθωτα. Άλλοι έμειναν πιστοί στον αυτοκράτορα και στην ένωση κι άλλοι έφυγαν οργισμένοι απ’ την εκκλησία κι ενώθηκαν με τους μανιασμένους διαδηλωτές των δρόμων.
Ύστερ’ απ’ την πρώτη βίαιη σύγκρουση των παθών και το διαμελισμό του μεγάλου πλήθους που είχε προσέλθει στην εκκλησία για να παρακολουθήσει την ιστορική εκείνη λειτουργία, διάφορες μικροομάδες ψυχραιμότερων ανθρώπων, διασκορπισμένες εδώ κι εκεί μέσα στο μεγάλο περίβολο της εκκλησίας, συζητούσαν κι έκριναν καθένας με τον τρόπο του τα έκτροπα γεγονότα.
-Να είμαστε σίγουροι, είπε κάποιος από μια τέτοια ομάδα ανθρώπων, που σπρωγμένοι απ’ το ερεθισμένο πλήθος είχαν έρθει και στεκόταν τώρα δίπλα στον αποκαρδιωμένο νεαρό, ότι, όσο καλή κι αν είναι η θέληση των εδώ Λατίνων, θα διαβιβαστούν οπωσδήποτε στον πάπα τα συναισθήματά μας αυτά και οι βίαιες εκδηλώσεις κι αλίμονό μας αν ως τότε δεν έχουν φύγει απ’ τα ιταλικά λιμάνια για την Κωνσταντινούπολη τα λατινικά πλοία με τη βοήθεια που μας υποσχέθηκαν οι καθολικοί.
-Όση βοήθεια κι αν μας στείλουν απ’ τη Δύση, δε θα μπορέσουμε ν’ αντισταθούμε στο Μωάμεθ με τους τόσους συμμάχους του που έχει μέσα στην Κωνσταντινούπολη, πρόσθεσε ένας άλλος κι έδειξε ένα γύρω με το χέρι του προς τους ασχημονούντες διαδηλωτές.
-Εμείς σπαταλάμε τις δικές μας δυνάμεις ασυλλόγιστα και άδικα, είπε ένας ψηλός γριζομάλλης άντρας με ηλιοκαμένο πρόσωπο και ρούχα ναυτικού και ζητούμε βοήθεια απ’ τη Δύση ή την Παναγία. Βέβαια, στα παλιότερα χρόνια μας βοήθησε η Παναγία αλλά δουλέψαμε κι εμείς κι αγωνιστήκαμε σκληρά. Τραβήξαμε μπροστά με καρτερία και θάρρος. Είδε κι η Μεγαλόχαρη τη θέλησή μας και μας βοήθησε. Είχαν πολύ δίκιο οι παλιότεροι που έλεγαν: ‘’συν Αθηνά και χείρα κίνει’’. Σήμερα, βαρεθήκαμε, φαίνεται, εμείς τους κόπους και τις θυσίες που απαιτεί ένας αγώνας για τη σωτηρία της πατρίδας και, κρυμμένοι πίσω απ’ τις αμφίβολες προφητείες διαφόρων βλαμμένων καλόγερων, προσπαθούμε να ρίξουμε τις ευθύνες μας αλλού και να φορτώσουμε το βάρος της άμυνας της πόλης μας στη Θεοτόκο. Αμ, δεν γελιέται έτσι η Παναγία . . .
-Άκουσες γέρο, ρώτησε ένας εργάτης απ’ αυτούς που δούλευαν στα τείχη κι επισκεύαζαν τα αρείπια, τι τέρατα και σημεία άρχισαν να παρουσιάζονται στην πόλη; Πολλοί λένε, ότι είδαν τα άστρα να μπερδεύουν τους δρόμους τους, ν’ αλλάζουν πορείες στον ουρανό ή να συγκρούονται μεταξύ τους. Άλλοι ισχυρίζονται, ότι τα είδαν, άλλοτε να τρέχουν με μεγαλύτερη ταχύτητα ή να σταματούν απότομα κι άλλοτε πάλι να βγάζουν καπνούς και να λάμπουν περισσότερο ή να διαλύονται και να εξαφανίζονται τελείως . . .
-Ναι, ναι, πετάχτηκε και πρόσθεσε μια γυναίκα. Λένε, ότι οι εικόνες στα μοναστήρια ιδρώνουν κι έκανε από συνήθεια το σταυρό της, αγάλματα αγίων και μεγάλων ανδρών δακρύζουν και κλαίνε. Διάφοροι άντρες ή γυναίκες, καλόγεροι και καλογριές το περισσότερο, αποχτούν νέες παράξενες ικανότητες ή χάνουν κι αυτές τις συνηθισμένες λιγοστές που είχαν. Άλλοι δίνουν χρησμούς, άλλοι εξηγούν όνειρα, άλλοι παρατηρούν και ερμηνεύουν διάφορα σημεία, άλλοι οραματίζονται απίθανα πράγματα στα καλά καθούμενα . . .
-Κι οι παπάδες που τους ρωτάμε, πρόσθεσε μια γριά, μας λένε ότι όλα αυτά είναι σημάδια τα οποία προλέγουν τη συντέλεια του κόσμου. Ειδοποιούν για την καταστροφή της Πόλης. Ο Γεννάδιος απ’ το κελί του φωνάζει, ότι ο Θεός αποφάσισε να καταστρέψει την Πόλη. ‘’Είναι θέλημα των Αγίων, λέει, η Πόλη να τουρκέψει.’’
-Κι άλλοι πάλι, αισθάνονται παράξενα τραντάγματα της γης και σεισμούς, συνέχισε η γυναίκα. Άλλοι βλέπουν εδώ και κει να βγαίνουν ατμοί απ’ το χώμα και να πηδούν ξαφνικά ζεστά νερά ή παρατηρούν παράξενα σημάδια πάνω στο φεγγάρι. Παρακολουθούν το πέρασμα των πουλιών. Εξετάζουν τις στάσεις των αγαλμάτων . . .
-Τα ξέρω. Τα ξέρω και τα ακούω όλα αυτά κάθε μέρα, διέκοψε ο ναυτικός. Δε σας κάνει, όμως, εντύπωση το γεγονός, ότι όλοι αυτοί οι οραματιζόμενοι και οι άνθρωποι με τις παράξενες ικανότητες ανήκουν σ’ αυτούς εκεί, που τώρα περνούν φωνάζοντας και βρίζοντας τον αυτοκράτορα; Κι έδειξε μια ομάδα διαδηλωτών του Γεννάδιου που περνούσε με φωνές και θόρυβο απ’ τον απέναντι δρόμο.
-Στο μυαλό αυτών των ανθρώπων, συνέχισε ο γριζομάλλης άντρας με το ηλιοκαμένο πρόσωπο, επικρατούν οι πανθεϊστικές ιδέες. Οι ιερές πηγές, οι θαυματουργές εικόνες, τα θαυματουργά λείψανα κι όλες οι άλλες μπερδεμένες έννοιες που έχουν γίνει στις μέρες μας η πιο παραδεχτή φόρμα της θρησκείας μας. Ξεχωρίζουν τις εκκλησίες και τις εικόνες της Παναγίας σε κατηγορίες και κηρύττουν, ότι η μια Παναγία είναι καλύτερη απ’ την άλλη κι ο κόσμος τρέχει να προσκυνήσει σαν καλύτερη την ξακουστότερη Παναγία, την πιο θαυματουργή, περιφρονώντας την άλλη σαν κατώτερη και δευτερεύουσα, σαν ανίκανη για θαύματα κι αδύναμη να μας παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια. Μα όλες οι Παναγίες δεν είναι μία και η αυτή; Αυτή η μία Θεοτόκος; Κληρικοί, που θέλουν να λέγονται και πατέρες της εκκλησίας και να θεωρούνται μεγάλοι θεολόγοι και ποιμένες του Έθνους, λένε ότι ο τάδε Άγιος Γεώργιος ή Δημήτριος είναι ανώτερος κι επομένως βρίσκεται κοντότερα στο Θεό απ’ τον τάδε, επίσης Άγιο Γεώργιο ή Δημήτριο, ο οποίος είναι παρακατιανός και με μικρότερες ικανότητες. Ξεχνούν, ότι ένας είναι ο Άγιος Γεώργιος ή ο Άγιος Δημήτριος και μια και πάντοτε ίδια η αξία του και η ικανότητά του. Τέτοιες θεωρίες και τέτοια κηρύγματα δε θα σώσουν τη δύστυχη Κωνσταντινούπολη. Αντίθετα, θα την καταστρέψουν μια ώρα γρηγορότερα. Οι σκέψεις, οι ενέργειες και τα κηρύγματα των ανθρώπων αυτών είναι όλα αρνητικά και γεμάτα ηττοπάθεια[16].
Ο νεαρός, ακούγοντας τα λόγια αυτά του γέρου σηκώθηκε όρθιος και πλησίασε περισσότερο προς τη μικρή συντροφιά. Ο γκριζομάλλης άντρας πρόσεξε το ενδιαφέρον του νεαρού και, στρέφοντας το βλέμμα του, τον κοίταξε στα μάτια και συνέχισε.
-Εγώ, είπε, είμαι όλα μου τα χρόνια ναυτικός. Γύρισα όλο το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Μπήκα στα καράβια από μικρό παιδί. Ταξίδεψα στην Αίγυπτο, στην Πορτογαλία, στις χώρες της Αραβίας. Μια ζωή γυρίζω μέσα στις θάλασσες. Πέρασα φουρτούνες στη Μαύρη Θάλασσα, πέρα στην Αζοφική, στην Ιβηρία, στην Τραπεζούντα, στην Οδησσό, στη Σικελία, στη Συρία. Πάντοτε έκανα το σταυρό μου και δούλευα. Δούλευα σκληρά. Στις μεγάλες θαλασσοταραχές, με τη σκέψη μου έλεγα την προσευχή μου και με τα χέρια μου κρατούσα γερά, όσο μπορούσα πιο γερά, το τιμόνι ή το κουπί και κανόνιζα τα πανιά. Δεν περίμενα να δακρύσει το κατάρτι, ούτε να δω φωτιά στον ουρανό για να σωθώ. Αν πρόσεχα και παρατηρούσα τέρατα και σημεία κι αν ήθελα να δω σημάδια στο φεγγάρι και παράξενα σχήματα στις κορυφές των μανιασμένων κυμάτων, θα έβλεπα πολλά μέσα στην παραζάλη μου και θα είχα κάνει με τη φαντασία μου κι άλλα τόσα. Κι αν σταύρωνα τα χέρια και προσπαθούσα να τα ερμηνεύσω, θα με είχε καταπιεί η θάλασσα και δε θα ήμουν τώρα εδώ.
-Έχει δίκιο ο φίλος, είπε κάποιος. Είναι ανάγκη ν’ αφήσουμε όλοι τους χρησμούς, τα όνειρα και τις αρρωστημένες θρησκοληψίες και να πάμε να δουλέψουμε με όρεξη στα τείχη, αν θέλουμε να συνέλθουμε κάπως απ’ την ψυχική ατονία και σωματική εξάρθρωση που πάθαμε. Η δουλειά θα κάνει καλό και σε μας και στην πόλη. Για δες τόσα χέρια πώς πάνε χαμένα! Συνέχισε δείχνοντας το πλήθος των μανιασμένων διαδηλωτών. Πόση δουλειά θα τελείωναν όλοι αυτοί σήμερα στους πύργους και πόση δύναμη θα πρόσθεταν στην άμυνα της πόλης! . . .
-Εγώ, είπε ο γεροναυτικός, δεν πιστεύω ούτε στις παραξενιές των ανθενωτικών, ούτε στη βοήθεια του πάπα, όσο πιστεύω στη θέληση τη δική μας. Τι να σου κάνει η ξένη βοήθεια; Τι τα θέλουμε τα όπλα της Δύσης, όταν εμείς δε θα έχουμε καρδιά και κουράγιο να τα κρατήσουμε; Όταν θα μας αφαιρέσουν την ψυχή και θα μας έχουν καταρρακώσει το θάρρος και τη θέληση οι μάγοι και οι ψευτοπροφήτες; Ο αποθαρρυμένος στρατιώτης είναι νικημένος πριν μπει στη μάχη κι ο πανικόβλητος ναυτικός πνίγεται στη μπουνάτσα. Τα λόγια και τα έργα αυτών εδώ κι έδειξε προς τους ταραχοποιούς, αφαιρούν το κουράγιο απ’ τον άνθρωπο. Τον δηλητηριάζουν με παραξενιές, τον γεμίζουν αμφιβολίες, του μπερδεύουν το μυαλό και τη θέληση. Τον φέρνουν σε θέση, ώστε να μην μπορεί να ξεχωρίσει το χριστιανό απ’ τον Τούρκο. Ακούς εκεί, να φθάσουμε σε σημείο, που οι μισοί ν’ αγωνιζόμαστε να οχυρώσουμε την πόλη κι οι άλλοι μισοί να προσπαθούμε να την παραδώσουμε, σήμερα κιόλας αν είναι δυνατόν, στους Τούρκους! Οι μεγάλες μάζες των αργών καλογήρων κι είναι σήμερα πάρα πολλές, δεν προσέφεραν ποτέ όσα έπρεπε στην πόλη. Πάντοτε ενεργούσαν κι ενεργούν για το δικό τους μόνο συμφέρον. Τον καιρό της ειρήνης χαρακτηρίζει τη ζωή τους η αδράνεια κι η μετριότητα και σήμερα, την ώρα του πολέμου, κάθε ενθουσιασμός για τη σωτηρία της πόλης έχει πεθάνει μέσα τους[17]. Δεν φθάνει που είναι άρρωστοι οι ίδιοι, πανικοβάλλουν και τους άλλους.
-Αν ήταν από κάποιο μέρος ο Μωάμεθ να έβλεπε το τι γίνεται εδώ, δε θα ξόδευε χρήματα να χτίζει φρούρια και να ετοιμάζει στρατό, είπε κάποιος με δυσφορία. Θα έκανε αρχιστράτηγό του το Γεννάδιο με στρατηγό το Νεόφυτο κι επιτελείο τους καλόγερους οπαδούς τους κι αυτοί αμέσως θα του παρέδιναν την πόλη.
-Μήπως δε θα τα μάθει τα χάλια μας; πρόσθεσε ο νεαρός.
-Τα ξέρει και τρίβει τα χέρια του απ’ τη χαρά του, είπε ο εργάτης. Όπου κι αν έψαζε δε θά ‘βρισκε καλύτερους συμμάχους.
-Αυτοί οι καλόγεροι κι είναι χιλιάδες απ’ αυτούς, με τα ακατάληπτα κηρύγματά τους και τις μπερδεμένες κουβέντες τους, κάνουν το λαό θρησκόληπτο και δεισιδαίμονα και τον φανατίζουν επικίνδυνα, είπε ο γέρος.
-Τόσο πολύ, πρόσθεσε ένας άλλος της συντροφιάς, που κι αν ακόμα σήμερα κατεβεί απ’ τον ουρανό άγγελος Κυρίου και πει καθαρά, ότι η πόλη θα σωθεί αν η Ανατολή ενωθεί με τη Δύση, ο κλήρος μας δε θα το δεχθεί[18].
Εκείνη τη στιγμή πέρασε από μπροστά τους μια ομάδα διαδηλωτών. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ένας ρασοφόρος.
-Να, αυτός εκεί δεν είναι ο παπα-Νεόφυτος ο Ρόδιος; είπε κάποιος απ’ τη διπλανή παρέα που στεκόταν στη γωνιά της εκκλησίας προς το δρόμο.
-Μα, αυτόν τον είδα να περιφέρεται στα τείχη και να επιστατεί στις επισκευές, είπε μ’ απορία ο εργάτης.
-Βέβαια, πρόσθεσε ένας άλλος. Σ’ αυτόν και στον μαστρο-Ιάγαρη ανατέθηκε η επισκευή των παλιών τειχών.
-Και πιστεύετε εσείς, ότι θα επισκευάσει τείχη αυτός ο παπάς; Θα φτιάξει φρούρια που θ’ αντέξουν στο σίφουνα του Μωάμεθ; ρώτησε ο γκριζομάλλης ναυτικός.
Στο μεταξύ, άλλη μια μεγάλη ομάδα ανθενωτικών σταματούσε λίγο πιο κάτω, μπροστά στο μαρμάρινο ανδριάντα του Μ. Κωνσταντίνου. Κάποιος που πήγαινε βιαστικός μπροστά, έδειχνε προς το άγαλμα του ιδρυτή και πρώτου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης κι έλεγε δυνατά προς το πλήθος.
-Κοιτάξτε τον Άγιο Κωνσταντίνο. Προσέξτε το χέρι του προς ποια κατεύθυνση δείχνει. Θυμηθείτε τα λόγια του και τη μεγάλη προφητεία που είπε. ‘’Από κει θα έλθει εκείνος που θα με νικήσει[19].’’  Μάλιστα, από κει. Από κει που δείχνει με το χέρι του. Απ’ την Ανατολή. Ήρθε η ώρα της καταστροφής. Τι περιμένουμε άδικα; Πιστεύετε ή δεν πιστεύετε στα λόγια του Αγίου; Είναι θέλημα Κυρίου να τουρκέψει η Πόλη και τούτο εξαιτίας των μεγάλων ανομημάτων και των πολλών κριμάτων μας. Εμολύναμε τα όσια και τα ιερά με τις άνομες σχέσεις μας με τους αιρετικούς. Να, ο Άγιος Κωνσταντίνος το δείχνει καθαρά. Από κει θα έρθει ο νέος μας κύριος. Ο αιώνιος Θεός θέλησε να φέρει τη σκληρή τιμωρία, για να πραγματοποιηθούν όλες οι προφητείες. Το λέει καθαρά η παλιά προφητεία ‘’Κωνσταντίνος γιος Ελένης έκτισε την Κωνσταντινούπολη και Κωνσταντίνος γιος Ελένης θα την χάσει[20].’’ Ο Μ. Κωνσταντίνος το είπε καθαρά. ‘’Η πόλη θα κυριευθεί όταν θα συσκοτισθεί η σελήνη και θα φωτίζεται μόνον ένα κομμάτι της[21].’’ Μην κοπιάζετε εναντίον των βουλών του Κυρίου. Όποιος αντιτίθεται στα έργα του Θεού ματαιοπονεί. Αμαρτάνει. Μην αντιδράτε στις θελήσεις Του. Αφήστε να γίνουν όλα κατά το θέλημά Του. Μόνον προσπαθήσετε την ώρα της τιμωρίας και της κρίσης να βρεθείτε κοντά σ’ αυτό το άγαλμα. Κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο. Γιατί, θα είναι μακάριοι όσοι βρεθούν κοντά στο άγαλμα του Αγίου. Το λένε καθαρά οι προφητείες. Οι Τούρκοι θα φθάσουν μέχρι την Αγία Σοφία. Δε θα μπορέσουν, όμως, να μπούνε μέσα. Γιατί άγγελος Κυρίου θα κατεβεί εξ ουρανού και θα σταθεί εδώ, στο άγαλμα του Αγίου. Και μακάριοι όσοι θα βρίσκονται κάτω απ’ το άγαλμα αυτό. Γιατί, σ’ έναν απ’ αυτούς τους ανθρώπους ο άγγελος θα παραδώσει τη ρομφαία. Σ’ έναν άνθρωπο φτωχό και άσημο, ο άγγελος του Κυρίου θα παραδώσει τη ρομφαία της δυνάμεως και τη βασιλεία της Πόλης. Σ’ αυτόν θα αναθέσει την εκδίωξη των εχθρών του λαού του Κυρίου και σ’ αυτόν θα δώσει δύναμη τέτοια, ώστε οι Τούρκοι θα τραπούν σε φυγή. Και θα φύγουν κι απ’ τα ανατολικά κι απ’ τα δυτικά μέρη της πόλης μέχρι τα όρια της Περσίας, σε τόπο καλούμενο Μονοδένδριο. Τέτοια θα είναι η δύναμη της ρομφαίας του αγγέλου . . .
Ο κήρυκας έλεγε κι όλο έλεγε ασταμάτητα.
Νέο κύμα διαδηλωτών ξεπρόβαλε στη στροφή του δρόμου. Γύριζε εξαγριωμένο απ’ το μοναστήρι του Παντοκράτορα, ενισχυμένο απ’ τις ευλογίες κι ερεθισμένο απ’ τις κατάρες του Γεννάδιου. Κάποιος προσπάθησε να πει, ότι χωρίς τη βοήθεια των Λατίνων η πόλη θα χαθεί. Το εξαγριωμένο πλήθος απάντησε. ‘’Καλύτερα να γίνουμε Τούρκοι παρά Λατίνοι[22].’’
Δάκρυσαν τα μάτια του ναυτικού με την κατάντια των συμπολιτών του και με τα θανάσιμα χτυπήματα που έδιναν στην πόλη τα δολοφονικά κηρύγματα των συσκοτισμένων απ’ το φανατισμό και των δηλητηριασμένων απ’ το θρησκευτικό μίσος κληρικών. Έσκυψε το κεφάλι του, για να μην δουν οι συνομιλητές του το δράμα της ψυχής του κι έφυγε μουρμουρίζοντας.
-Ο Θεός ας βάλει το χέρι του.
Στο δρόμο, σκόρπια χαρτιά παρασύρονταν απ’ τον αέρα ή ήταν κολλημένα εδώ κι εκεί στις λάσπες. Έσκυψε και πήρε ένα. Ήταν απ’ αυτά που είχε γράψει ο Γεννάδιος. Πολλά ήταν τοιχοκολλημένα στους τοίχους του μοναστηριού του Παντοκράτορα και στην πόρτα του κελιού του κι άλλα είχαν μοιραστεί έξω και κυκλοφορούσαν στον κόσμο. Ο ναυτικός το ξετσαλάκωσε κι άρχισε να το διαβάζει. Το άψυχο χαρτί που παρασύρονταν απ’ τον αέρα στο δρόμο έγραφε:
‘’Ω Έλληνες, ανάξιοι κάθε οίκτου! Πού σας έχουν οδηγήσει τα σφάλματά σας; Είστε άπιστοι στο Θεό σας. Τοποθετήσατε τις ελπίδες σας στη βοήθεια των Λατίνων και μαζί με την πόλη σας παραδίνετε και την πίστη σας στην καταστροφή. Θεέ μου! Λυπήσου με. Δεν φέρω την ντροπή Σου στην ψυχή μου. Δυστυχισμένοι άνθρωποι! Σταματήστε για λίγο και σκεφτείτε τι κάνετε. Με την πόλη σας μαζί χάνετε και την πίστη σας, την οποία οι πατέρες σας σας άφησαν και πάτε στην απιστία. Αλίμονο σε σας κατά την ημέρα της κρίσεως  . . .[23]’’.
Ο ναυτικός παράτησε το διάβασμα. Άφησε το λασπωμένο χαρτί απ’ το χέρι του να το παρασύρει ο άνεμος και συνέχισε το δρόμο του μονολογώντας.
-Ρίξε, καλόγερε, λάδι στη φωτιά . . .
Αλέκος Ν. Αγγελίδης
“ΟΙ Ένοχοι”
Μελβούρνη 19 Σ/βρίου 1980

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου