Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Το ναυτικό του Μανουήλ Κομνηνού: Η αναλαμπή και το τέλος της Βυζαντινής θαλασσοκρατίας

Το ναυτικό του Μανουήλ Κομνηνού: Η αναλαμπή και το τέλος της Βυζαντινής θαλασσοκρατίας

του Aυγουστίνου Κομπαγιάσι, ιστορικού
Από την ιστοσελίδα HISTORICAL QUEST
Μετά την καταστροφική ήττα στο Ματζικέρτ το 1071, η Βυζαντινή αυτοκρατορία βρέθηκε στη δυσχερή θέση να παλεύει για την επιβίωσή της. Η καρδιά της αυτοκρατορίας, η Μικρά Ασία, που τροφοδοτούσε την αυτοκρατορία με φορολογικά έσοδα και άνδρες για τον στρατό της, ήταν υπό τουρκική κατοχή. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, οι νομάδες της κεντρικής Ασίας, ήταν σε κίνηση αλλά δεν σκόπευαν την πλήρη εξαφάνιση της αυτοκρατορίας ακόμη. Δεν ήταν ούτε ενωμένοι, ειδικά μετά τον θάνατο του χαρισματικού ηγέτη τους, Αλπ Αρσλάν, στη μάχη. Αντί για μια ενωμένη αυτοκρατορία υπό τον έλεγχό του, εμφανίστηκαν πολλά τουρκικά εμιράτα. Εκμεταλλευόμενοι την πολιτική παράλυση στην Κωνσταντινούπολη, περισσότεροι Τούρκοι μετακινήθηκαν στα υψίπεδα της Ανατολίας και καταπάτησαν τα βυζαντινά εδάφη.
Μέσα σε δέκα χρόνια από το Ματζικέρτ, οι Τούρκοι στέκονταν ήδη στις ακτές του Αιγαίου και του Βόσπορου. Η πολιτική αναταραχή που μάστιζε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία επιτέλους έληξε όταν η ισχυρή οικογένεια των Κομνηνών πήρε την εξουσία το 1081. Το πρώτο μέλημα του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού ήταν η απόκρουση όλων των τριγύρω εχθρών και να ανακτήσουν τις χαμένες περιοχές, ειδικά τις οικονομικά ζωτικές περιοχές της αυτοκρατορίας, όπου είχαν εγκατασταθεί.
Αντιμετώπιζε μία τριπλή τουλάχιστον απειλή: οι Νορμανδοί στην Ιταλία ήθελαν να περάσουν την Αδριατική: οι Πετσενέγκες και άλλοι εχθροί της αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια μαίνονταν τα σύνορα του Δούναβη: και οι Σελτζούκοι στη Μικρά Ασία δεν πρόκειται να σαλέψουν από τη θέση του. Ο Αλέξιος πέτυχε τελικά τους στόχους του, νικώντας τον έναν μετά τον άλλον από τους εχθρούς του. Η Δύση, ωστόσο, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του για σταυροφορία ξεκινώντας την Α’ Σταυροφορία. Αν και η ιδέα της Σταυροφορίας ήταν πολύ μακριά από αυτό που είχε ο Αλέξιος στο μυαλό του, επέτρεψε στους ιππότες της Δύσης να απωθήσουν τους Τούρκους και να ανακτήσει και άλλες περιοχές στην Ανατολή, μετατρέποντας έτσι αυτό που θα μπορούσε να αποτελέσει μια μεγάλη απειλή για την αυτοκρατορία του σε έναν διπλωματικό θρίαμβο.
Επίσης κατασκεύασε νέο στόλο και το βυζαντινό ναυτικό έγινε ξανά αξιοσέβαστο και ισχυρό. Συνέφερε αποφασιστικά στην ανάκτηση των παράκτιων περιοχών της Ανατολίας, που ήλεγχαν τις θαλάσσιες οδούς προς τις ακτές της Κιλικίας και της Λεβάντας. Ο Αλέξιος μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις Σταυροφορίες ως ένα ακόμη πιόνι στην σκακιέρα, επειδή βασίζονταν αποκλειστικά στον στόλο του (και στον μηχανισμό εφοδιασμού του). Ωστόσο, ο στόλος δεν ήταν αρκετά μεγάλος για να καλύψει όλα τα μέτωπα. Στη Δύση, ο Αλέξιος αποδέχτηκε πρόθυμα τη βοήθεια της Βενετίας, που κρατούσε τους Νορμανδούς υπό έλεγχο.
Ο διάδοχός του, Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1118-43), επίσης διατήρησε το ναυτικό για να αντιμετωπίσει τα εχθρικά λατινικά πριγκηπάτα της Έδεσσας και της Αντιοχείας (παράγωγα της Α’ Σταυροφορίας) και να διασφαλίσει τις θαλάσσιες επικοινωνίες. Ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνό (1143-80), εγγονός του Αλεξίου, ένας αυτοκράτορας που ήταν γνωστός για τα φιλοδυτικά αισθήματά του, κληρονόμησε αυτό το ναυτικό (είναι αυτός που παντρεύτηκε την πανέμορφη Μαρία της Αντιοχείας). Κατά τη βασιλεία του, ο βυζαντινός στόλος ήταν εντυπωσιακός, ο μεγαλύτερος μεταξύ των δυνάμεων της εποχής, ικανός να διατρανώσει την ισχύ της σεβάσμιας Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ο Μεγάλος Στόλος του Μανουήλ
Ο Μανουήλ κληρονόμησε, ωστόσο, και τα προβλήματα που σχετίζονταν με την άμυνα και την ασφάλεια της αυτοκρατορίας. Αν και ήταν χρήσιμη στις προσπάθειες εκδίωξης των Σελτζούκων Τούρκων από τη Μικρά Ασία, η Σταυροφορία είχε φέρει τους άστατους Φράγκους και Νορμανδούς δίπλα στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Ήταν πολύ λίγο φιλικοί και η επεκτατική διάθεσή τους δεν γνώριζε όρια. Το 1144, ο Μανουήλ έπρεπε να δαμάσει τον Ραϋμόνδο του Πουατιέ, τον Πρίγκιπα της Αντιόχειας. Σύμφωνα με τον χρονικογράφο της εποχής, Ιωάννη Κίνναμο, το ναυτικό είχε αναλάβει έναν κρίσιμο ρόλο, δίνοντας την υπεροχή στους Βυζαντινούς. Ο Κίνναμο δεν ήταν ιστορικός, ειδικός στα ναυτικά θέματα, και επομένως, δεν κατέγραψε επιπλέον λεπτομέρειες, αλλά γνωρίζουμε ότι οι Βυζαντινοί απέκοψαν τη θαλάσσια επικοινωνία του Ραϋμόνδου με την Ευρώπη. Έτσι, ο Ραϋμόνδος, απομονωμένος καθώς ήταν, αδυνατούσε να γυρέψει βοήθεια, και αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει.
Η Μάχη για την Κέρκυρα
Αν και οι Βυζαντινοί είχαν ξεκάθαρα την υπεροχή στη θάλασσα, οι ναυτικές απειλές από τη Δύση ολόενα αυξάνονταν. Η Σταυροφορία τους έδωσε την ευκαιρία και την εμπειρία, παράλληλα με τη δικαιολογία, να πλεύσουν ανατολικά και να πολεμήσουν σε ξηρά και θάλασσα. Η πειρατεία ήταν σε άνοδο. Κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1140, τα δυτικά πλοία ήταν σε θέσε να εξαπολύουν επιδρομές ακόμη και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Πλέον παρεμπόδιζαν τη ζωτική σημασίας, για την αυτοκρατορία, θαλάσσια οδό από την Αδριατική στο Αιγαίο και από κει στον Βόσπορο.
Την άνοιξη του 1147, ο Ρογήρος Β΄, ηγεμόνας της νορμανδικής Σικελίας, έκανε μια τολμηρή κίνηση: επιτέθηκε και κατέλαβε την ανυπεράσπιστη Κέρκυρα, και στη συνέχεια έστειλε τον στόλο του γύρω από την Ελλάδα και λεηλάτησε την Κόρινθο, την Εύβοια και τη Θήβα, το μεγάλο κέντρο παραγωγής μεταξιού. Ενώ η κίνησή του αυτή δεν σήμαινε μια ολομέτωπη επίθεση, προκάλεσε τη βίαιη αντίδραση του Μανουήλ. Συνθηκολόγησε ακόμη και με τους Σελτζούκους Τούρκους του Ικόνιου, ενώ η Β΄ Σταυροφορία ήταν σε εξέλιξη, ερχόμενος σε αντιπαράθεση με τους δυτικούς συμμάχους του. Η ενετική βοήθεια επίσης διασφαλίστηκε μέσω της επέκτασης εμπορικών προνομίων, ήδη παραχωρημέων από τον Αλέξιο, συμπεριλαμβάνοντας τις αγορές της Κρήτης και της Κύπρου.
Ο Μανουήλ έκτισε έναν τεράστιο στόλο. Οι χρονικογράφοι, Ιωάννης Κίνναμος και Νικήτας Χωνιάτης, μιλούν για περισσότερα από χίλια πολεμικά πλοία και μεταγωγικά πλοία, που μετέφεραν δεκάδες χιλιάδες στρατιωτών, χωρί να προσμετρώνται οι Βενετοί σύμμαχοι. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν ότι τέτοιοι αριθμοί είναι υπερβολικοί: αλλά ακόμη και έτσι, ο πιθανός αριθμός τους είναι αρκετές εκατοντάδες. Επρόκειτο για ένα εκστρατευτικό σώμα, του οποίου το μέγεθος, κανένα άλλο ευρωπαϊκό κράτος δεν μπορούσε να κινητοποιήσει και να οργανώσει. Είχε ως σκοπό να εντυπωσιάσει τους βάρβαρους της Δύσης επιδεικνύοντας το μέγεθος και την ικανότητα της βυζαντινής πολεμικής μηχανής, αλλά την ίδια στιγμή προκάλεσε δριμεία κριτική εκ των έσω.
Αυτό το γιγαντιαίο εκστρατευτικό σώμα τέθηκε σε κίνηση την άνοιξη του 1148. Η επιχείρηση ήταν περίπλοκη, το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς, και από την αρχή δεν πήγε σύμφωνα με το σχέδιο, συναντώντας προβλήματα που σχετίζονταν με την απειρία μέρους των Βυζαντινών ναυτικών διοικητών (αφού τα πλοία μπορούν να κατασκευαστούν σχετικά γρήγορα, όμως η δημιουργία έμπειρων διοικητών ήταν ένα άλλο ζήτημα). Στα αρχικά στάδια της επίθεσης, ο γενικός διοικητής, ο Μέγας Δούξ, σκοτώθηκε και ο Μέγας Δομέστικος έπρεπε να αναλάβει τη διοίκηση. Φιλονικίες ξέσπασαν ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Βενετούς, καθυστερώντας την όλη επιχείρηση.
Το κύριο καθήκον του βυζαντινού ναυτικού ήταν η απόβαση στρατευμάτων για την πολιορκία του κάστρου της Κέρκυρας. Δεν υπήρχε ισχυρή αντίσταση στη θάλασσα από τον εχθρό, αλλά το κάστρο μπρούσε να πολιορκηθεί μόνο από την ακτή. Έτσι μερικά πλοία λειτούργησαν ως πολιορκητικές μηχανές. Κάποια άλλα ήταν εφοδιασμένα με υγρό πυρ αν και δεν πρέπει να το χρησιμοποίησαν ποτέ κατά τη διάρκεια της επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση, το ολιγάριθμο ναυτικό των Νορμανδών της Σικελίας, βγήκε εύκολα από τη μέση από τη συμμαχική αρμάδα Βυζαντινών και Βενετών.
Για τον Ρογήρο, η επίθεση στην Κέρκυρα αποσκοπούσε στην επίδειξη της πολεμικής ετοιμότητας του βασιλείου του και όχι στη διεξαγωγή ενός ολομέτωπου πολέμου. Έχοντας μόλις προάγει τον εαυτό του από Κόμη σε Βασιλιά της Σικελίας , προσπαθούσε ακόμη να συγκροτήσει το βασίλειό του στη Σικελία και τη νότια Ιταλία. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ, από την πλευρά του, ήθελε να δώσει ένα μάθημα σε αυτόν τον σφετεριστή μεταχειρίζοντάς τον ως επαναστάτη ή πειρατή και δείχνοντάς του τι μπορούσε να κάνει μια πραγματική αυτοκρατορία.
Δυστυχώς για τον Ρογήρο, από τη στιγμή που η επιθετική εξωτερική πολιτική του είχε προκαλέσει ακόμη σοβαρότερες διενέξεις με τους Άραβες της Βόρειας Αφρικής, έπρεπε να επικεντρωθεί σε αυτό το ζήτημα. Βρισκόμενος αντιμέτωπος με τη βυζαντινή αντεπίθεση, της οποίας το μέγεθος ξεπερνούσε κάθε προσδοκία, μπορούσε να διαθέσει μόλις 40 πλοία προς ενίσχυση των δυνάμεών του στην Κέρκυρα. Αυτό ο στόλος ήταν πολύ μικρός για να πετύχει οτιδήποτε, οπότε τον έστειλε εναντίον της Κωνσταντινούπολης ελπίζοντας στη δημιουργία αντιπερισπασμού. Αν και η επιδρομή προκάλεσε κάποια αναταραχή στη βυζαντινή πρωτεύουσα, λίγο μπόρεσε να εκτρέψει την προσοχή των βυζαντινών επιχειρήσεων στην Κέρκυρα. Εκεί, οι δυνάμεις του Μανουήλ ήταν δυσκίνητες αλλά, στο τέλος, η αριθμητική υπεροχή τους ανάγκασε τους Νορμανδούς της Σικελίας να παραδοθούν το θέρος του 1149.
Ο Μανουήλ τότε αποφάσισε να προχωρήσει σε γενικό πόλεμο, εισβάλλοντας από κοινού στη νότια Ιταλία και τη Σικελία, συνεπικουρούμενος από τον Κονράδο Γ΄, τον αυτοκράτορα των Γερμανών, για να αποτελειώσει μια και καλή την απειλή των Νορμανδών (που αποτελούσαν μάστιγα για την αυτοκρατορία από το 1071). Ωστόσο, κείνη τη στιγμή, η διπλωματία του Ρογήρου απέδωσε, καθώς η Ουγγαρία και η Σερβία ξεκίνησαν εκ νέου τις επιθέσεις τους ενάντια στην αυτοκρατορία, αναγκάζοντας τον Μανουήλ και τον Κονράδο να εγκαταλείψουν τον πόλεμο στην Ιταλία. Ο στόλος, επίσης, απαιτήθηκε να σταλθεί επειγόντως στα παραδουνάβια σύνορα.
Ο Ρογήρος Β΄ πέθανε το 1154. Η επόμενη φάση του πολέμου ξεκίνησε τον επόμενο χρόνο. Χωρίς την ικανή ηγεσία του και με τις εξεγέρσεις εναντίον των Νορμανδών να εξαπλώνονται, αρχικά έχασαν εδάφη στην Ιταλία, αλλά ο διάδοχός του, Γουλιέλμος Α΄, αποδείχθηκε ικανός στρατηγός, απωθώντας τους Βυζαντινούς στη θάλασσα. Έτσι, ο πόλεμος δεν απέδωσε οφέλη για τους Βυζαντινούς αλλά, τουλάχιστον, εξάντλησε τους Νορμανδούς που έκαναν σύμφωνο ειρήνης με την αυτοκρατορία. Δεν θα έκαναν την εμφάνισή τους μέχρι το 1185, μετά τον θάνατο του Μανουήλ. Υπό αυτή την έννοια, η έκβαση του πολέμου μπορεί να θεωρηθεί ως επιτυχής, τουλάχιστον, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Μανουήλ. Για τους χρονικογράφους, ωστόσο, ο πόλεμος ήταν μια τεράστια σπατάλη, οικονομική και υλική, με μικρά κέρδη (π.χ. οι εργάτες μεταξουργίας των Θηβών, που κρατούνταν ως όμηροι από τους Νορμανδούς, ποτέ δεν ελευθερώθηκαν). Κάποιοι σύγχρονοι ιστορικοί, επίσης πιστεύουν ότι ο Μανουήλ σχεδιάζε την ανασύσταση της αρχαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επιδιώκοντας μη ρεαλιστικούς στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους, πέρα από την πραγματική δύναμη της αυτοκρατορίας στον πολυπολικό κόσμο που πύκνωνε με επικίνδυνους γείτονες.
Προκαταλαμβάνοντας τον Σαλαντίν
Η προσοχή του Μανουήλ στράφηκε ξανά στην ανατολή. Το 1169, ο Μανουήλ έστειλε έναν στόλο εναντίον της Αιγύπτου με πάνω από 200 πλοία υπό την ηγεσία του νέου Μεγάλου Δούκα, Ανδρόνικου Κοντοστέφανου. Η οικογένεια των Κοντοστέφανων είχε ισχυρές διασυνδέσεις και ήταν δυνατή αποκτώντας ακόμη περισσότερη ισχύ την περίοδο των Κομνηνών. Πολλά μέλη της οικογένειας αυτής διατήρησαν τη θέση του Μεγάλου Δούκα, που είναι αντίστοιχη με αυτή του Ναυάρχου.
Η Αίγυπτος ήταν υπό την ηγεμονία του σιϊτικού χαλιφάτου των Φατιμιδών. Ήταν μια δύναμη σε διαδικασία παρακμής, της οποίας το ναυτικό ήταν κατώτερο των Ενετών και των Νορμανδών. Στις απαρχές της Α΄ Σταυροφορίας, οι Μουσουλμάνοι ανασυγκροτούνταν κάτω από την αναζωογονητική ηγεσία του Σαλαντίν. Έκτιζε τη νέα βάση ισχύος του στην Αίγυπτο, εις βάρος των Φατιμιδών. Όταν αυτό ολοκληρώθηκε, ήταν φανερό ότι σύντομα θα αποτελούσε σοβαρή απειλή για τα σταυροφορικά κράτη στο εγγύς μέλλον (πράγματι, ο Σαλαντίν θα νικούσε τις δυνάμεις του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ στο Χαττίν το 1187). Οι Σταυροφόροι ανυπομονούσαν να κατακτήσουν την Αίγυπτο πριν συμβεί αυτό και ο Μανουήλ αποφάσισε να επιδείξει την αλληλεγγύη του στους ιερούς πολεμιστές.
Και ο Χωνιάτης και ο Κίνναμος άσκησαν κριτική στον Μανουήλ για αυτή την προσωπική του φιλοδοξία. Ωστόσο, ο Μανουήλ σκεφτόταν με όρους ισχυροποίησης της σκληρά κατακτημένης ναυτικής κυριαρχίας στην Ανατολή και σκόπευε να αναλάβει τον ρόλο του προστάτη της Λατινικής Ανατολής. Η αιγυπτιακή εκστρατεία αποσκοπούσε στην επίδειξη της ικανότητας και θέλησης της αυτοκρατορίας να δρα σε μεγάλη κλίμακα. Ο Μανουήλ στην πραγματικότητα ήθελε να αποκαταστήσει την αυτοκρατορική κυριαρχία, δηλαδή, τον κυριάρχο στόχο της δυναστείας των Κομνηνών από την εποχή του Αλέξιου Α΄.
Το 1168, οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν στην Αίγυπτο. Η Αλεξάνδρεια πυρπολήθηκε από τους Φατιμίδες σε μια απελπισμένη προσπάθεια να καθυστερήσουν την προέλαση των Σταυροφόρων. Ενθαρρυμένος απ’ αυτές τις εξελίξεις, ξεκίνησε κοινή επιχείρηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και του Aμαλαρίχου, βασιλιά της Ιερουσαλήμ, τον Ιούλιο του 1169. Η εκστρατευτική δύναμη αποβιβάστηκε στην αιγυπτιακή ακτή με ευκολία και πολιόρκησε τη σημαντική πόλη-λιμάνι της Δαμιέττης τον Οκτώβριο. Ωστόσο, λόγω της έλλειψης συντονισμού με τους Σταυροφόρους, τα βυζαντινά στρατεύματα ξέμειναν από εφόδια, ενώ ο Αμαλαρίχος ακύρωσε την εκστρατεία φτάνοντας σε συμφωνία με τον Σαλαντίν. Οι αηδιασμένοι Βυζαντινοί αποχώρησαν. Ο Μανουήλ θα προσπαθούσε ξανά, σε μικρότερη κλίμακα, λίγα χρόνια αργότερα, αλλά χωρίς αποτελέσματα. Λίγο αργότερα, ο Σαλαντίν καταλάμβανε οριστικά την Αίγυπτο και τα σχέδια του Μανουήλ για την Αίγυπτο κατέρρευσαν.
Η παρακμή και η κατάρρευση
Μετά τον θάνατο του Μανουήλ το 1180, η πολυδάπανη δυναστεία των Κομνηνών κυριολεκτικά κατέρρευσε. Πολυετείς δαπανηροί πόλεμοι (όπου ο Μανουήλ υπέστη μια μεγάλη ήττα στο Μυριοκέφαλο το 1176 από τους Σελτζούκους) και διπλωματία επηρρέασαν αρνητικά τη βυζαντινή οικονομία και την ικανότητα της αυτοκρατορίας να ασκεί πολιτικό έλεγχο στην επικράτειά της. Η αυτοκρατορία ενεπλάκη σ’ έναν οδυνηρό εμφύλιο πόλεμο, με τη δυναστεία να είναι διασπασμένη σε δύο αντιμαχόμενα μέρη. Ο Αλέξιος Β΄ και ο Ανδρόνικος Α΄ ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον με σφοδρότητα και μένος. Ο Ισαάκ Κομνηνός ίδρυσε το δικό του βασίλειο αποσπώντας την Κύπρο από την αυτοκρατορία. Ο στόλος ήταν ακόμη εκεί, αλλά είχε πλέον καταντήσει ένα εργαλείο στην πάλη εξουσίας μεταξύ των ανταγωνιστών. Εξ’ αιτίας όλων αυτών των λόγων είχε παύσει να δρα ως υπερασπιστής της αυτοκρατορίας.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα παράλυσης έκανε την επανεμφάνισή του ο νορμανδικός κίνδυνος. Τον Αύγουστο του 1185, οι Νορμανδοί της Σικελίας υπό τον βασιλιά Γουλιέλμο Β΄ έπεστρεψαν ως εκδικητές. Υποβοηθούμενοι από έναν μισθωμένο πειρατικό στόλο, πρώτα αποβιβάστηκαν στο Δυρράχιο και βάδισαν εναντίον της Θεσσαλονίκης χρησιμοποιώντας την αρχαία Εγνατία Οδό.
Σε συνδυασμό με αυτή την κίνηση, ένας άλλος σικελικός στόλος έκανε τον περίπλου της Ελλάδας προς τη Θεσσαλονίκη, καταλαμβάνοντας την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο, χωρίς αντίσταση από τους Βυζαντινούς. Ο στόλος αυτός έφτασε στη Θεσσαλονίκη λίγες μέρες μετά την άφιξη των επίγειων δυνάμεων από το Δυρράχιο. Δέκα μέρες αργότερα η πόλη έπεφτε στα χέρια των Νορμανδών (24 Αυγούστου). Ακολούθησε εκτεταμένη σφαγή και λεηλασία. Μια άλλη δύναμη αποβιβάστηκε στην Κέρκυρα, καταλαμβάνοντας την αυτή τη φορά οριστικά.
Επρόκειτο για μια επιδρομή μεγάλης κλίμακας από τον Γουλιέλμο Β΄, έναν βασιλιά που ωστόσο θεωρείτο αδύναμος. Ίσως ήθελε να αποδείξει ότι ήταν σε θέση να διεξάγει επιτυχώς πολεμικές επιχειρήσεις. Οι Νορμανδοί, στη συνέχεια, βάδισαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης, αλλά αυτή η επίθεση ξεθύμανε αφού οι Βυζαντινοί ήταν ακόμη σε θέση να προβάλλουν σθεναρή αντίσταση στη Θράκη.
Το έτος 1185 ήταν ένα κατακλυσμιαίο έτος για τις τύχες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Εκ των υστέρων, φαίνεται ότι η Δ΄ Σταυροφορία ήταν μια αναπόφευκτη συνέπεια της ανατροπής της ισορροπίας στο Αιγαίο. Μόλις μια δεκαετία πριν, ο Μανουήλ είχε κτίσει έναν παντοδύναμο στόλο. Τώρα, το βυζαντινό ναυτικό ήταν απών από τα νερά αυτά που είχαν «μολυνθεί» από πειρατές της Δύσης. Συνήθως ήταν καιροσκόποι Ιταλοί και Νορμανδοί αλλά και μερικοί αγύρτες Βυζαντινοί.
Λόγω της απουσίας του βυζαντινού ναυτικού, οι Νορμανδοί και οι Ιταλοί αποθρασύνονταν ακόμη περισσότερο, προσβλέπωντας σε επιθέσεις εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο δεν είναι ξεκάθαρο αν στα σχέδια τους ήταν η κατάληψη της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας. Δεδομένου ότι τα πρωταρχικά σχέδια τους ήταν η απόκτηση πλούτου και ότι κάθε εχθρότητα μεταξύ Βυζαντινών και Λατίνων πήγαζε από οικονομικές διαφορές (από φθόνο οι Βυζαντινοί έσφαξαν τους Ιταλούς στην Κωνσταντινούπολη το 1182), κάθε σύγκρουση είχε οικονομικούς και εμπορικούς στόχους, χωρίς φαινομενικά να αποσκοπεί σε κατακτήσει εδαφών. Ωστόσο, αν είχαν την ευκαιρία, δεν θα δίσταζαν να κάνουν το αδιανόητο, ειδικά κάποιοι όπως ο φιλόδοξος και επίμονος δόγης της Βενετίας, Ενρίκο Δάνδολο, που λεγόταν ότι ήταν μνησίκακος απέναντι στους Βυζαντινούς. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια μικρή δικαιολογία, που δόθηκε από τους Βυζαντινούς κατά την διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ των μελών της δυναστείας των Αγγέλων το 1203, όπου εμφανίστηκαν περισσότεροι του ενός διεκδικητές του θρόνου.
Με την αυτοκρατορία κατακερματισμένη από εσωτερικούς πολέμους, ήταν πράγματι ζήτημα χρόνου ωσότου εμφανιστούν οι Δυτικοί πειρατές στον Βόσπορο, ακόμη και πριν την ύπαρξη ενός ικανού ηγέτη όπως ο Δάνδολο. Το καμάρι του Μανουήλ, ο αυτοκρατορικός στόλος, είχε τώρα καταντήσει ένα συνονθύλευμα από ελλειπώς εφοδιασμένα και επανδρωμένα πολεμικά πλοία με κακώς εκπαιδευμένα πληρώματα. Ακόμη και μερικοί κουρελήδες πειρατές σε ψαρόβαρκες θα μπορούσαν να τον νικήσουν. Ο Νικήτας Χωνιάτης περιγράφει χαρακτηριστικά πως εξελίχθηκε μια μάχη.
‘ὡς δὲ καιρὸς ἐνειστήκει τοῦ βάλλειν καὶ βάλλεσθαι, αἱ μὲν μετὰ βυκάνων καὶ σαλπίγγων ἔξορμοι γίνονται, τὰ δὲ τῶν ἀσπαλιευτῶν πορθμεῖα σιγῇ, καὶ οἱ ἐπ᾽ αὐτῶν μένεα πνέοντες ἔτυπτον τὴν θάλασσαν ἐρετμοῖς καὶ συμβαλόντες ὑπερτεροῦσι τῶν ἀντιπάλων μεγίστων σκαφῶν καὶ ταῖς τῆς πόλεως ᾐόσι συγκλείουσι’.
Όταν οι Βενετοί έφεραν τελικά τους Σταυροφόρους μπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης το 1203, δεν συνάντησαν καμία σοβαρή αντίσταση από τη θάλασσα. Οι ιστορικοί παραδοσιακά κατηγορούσαν τη δυανστεία των Αγγέλων ότι αμέλησαν τον στόλο και τη οικονομία παραδίδοντας εμπορικά προνόμια στους Ιταλούς (με πρώτο υπαίτιο τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό). Ωστόσο αυτή η παρακμή του στόλου ήταν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων: κακή οικονομία, αποτυχημένη στρατηγική και αδυναμία της κεντρικής διοίκησης να ελέγξει τους πόρους της αυτοκρατορίας. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ναυτικές βάσεις δεν είχαν παρηκμάσει τόσο πολύ, αφού οι Λατίνοι, αμέσως μετά τη διαμοίραση της αυτοκρατορίας το 1204, ήταν σε θέση να χρησιμοποιούν τα ναυπηγεία των Βυζαντινών, τους ναύτες και τις εγκαταστάσεις για να ξανακτίσουν έναν δυνατό στόλο. Πράγματι, διάφορες περιστάσεις υποδεικνύουν ότι, χωρίς την ύπαρξη ισχυρής κεντρικής διοίκησης, έπαυσε η ροή εφοδίων και ανδρών από τις επαρχίες και αντίθετα, τα πλοία και οι ναύτες στρατολογήθηκαν από πειρατές, που ίσως και να πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην αυτοκρατορία ως μισθοφόροι αν πληρώνονταν καλά.
Τι πήγε τόσο στραβά;
Στην κορυφή των πολιτικών και οικονομικών ζητημάτων βρίσκεται η απουσία στρατηγικής και εφευρητικότητας των Βυζαντινών, που οδήγησε σε αυτή την καταστροφή. Για τους Βυζαντινούς, δεν ήταν άμεσα προφανές ότι η ναυτική στρατηγική τους χρειαζόταν ριζοσπαστική αναθεώρηση. Ο 12ος αιώνας σήμανε το τέλος του Δρόμωνα και την αρχή της εποχής της Γαλέρας. Δεν επρόκειτο για μια αλλαγή στην ορολογία που χρησιμοποιούν οι σύγχρονοι ιστορικοί. Αντιπροσώπευε την εξέλιξη της τεχνολογίας αντανακλώντας την αλλαγή του στρατηγικού περιβάλλοντος. Με την εφαρμογή νέων τεχνολογιών οι Δυτικοί έγιναν πανίσχυροι αν και η πραγματική ισχύ τους έγινε εμφανής την εποχή της Αναγέννησης.
Για τους Βυζαντινούς, ο στόλος ήταν παραδοσιακά μέρος ενός συστήματος άμυνας που είχε ενσωματωμένες τις χερσαίες και θαλάσσιες δυνάμεις. Εν τέλει, είχαν να αντιμετωπίσουν εισβολές από την ανατολή, πέρα από τον Δούναβη ή από τις νότιες μεσογειακές ακτές. Οι Κομνηνοί, οι αριστοκράτες – πολεμιστές, στενά προσδεδεμένοι στη γη, αντιστάθηκαν με αποτελεσματικότητα εναντίον χερσαίων επιθέσεων αλλά δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν πως μια ομάδα από νεόπλουτος ναύτες, πειρατές και έμπορους από τη Δύση, που χωρίς αιδώ λεηλατούσαν πόλεις και νησιά, θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρή απειλή για την ασφάλεια της Αυτοκρατορίας εκτός και αν ήταν ενισχυμένη από ισχυρές χερσαίες δυνάμεις.
Η άνιση ισορροπία στη θάλασσα ανάμεσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τη Δύση εκφράζεται μέσα από τον περιφρονητικό τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται ο όρος «πειρατές» από τους Βυζαντινούς. Επίσης οι Βυζαντινοί ήταν συνηθισμένοι στις πολυετείς πειρατικές επιδρομές και εισβολές των Αράβων. Η ασφάλεια των συνόρων και το κύρος της αυτοκρατορίας ίσως διακυβευόταν, αλλά ο πυρήνας της αυτοκρατορικής ισχύος είχε συνέλθει από ισχυρά πλήγματα στο παρελθόν. Ωστόσο αυτή τη φορά, η ικανότητα της αυτοκρατορίας να ελέγχει τις θαλάσσιες οδούς είχε σταθερά μειωθεί από τον ακήρυχτο guerre de course διεξήγαγε η Δύση. Παρεμποδιζόμενοι από την έντονη πολεμική δραστηριότητα, οι Βυζαντινοί απέτυχαν να συγκεντρώσουν αρκετές ναυτικές δυνάμεις, ώστε να εμποδίσουν τη χρήση των θαλασσών από τους Λατίνους, και να αναπτύξουν ισχυρή παράκτια άμυνα που θα μπορούσε να αποτρέψει μελλοντικές επιθέσεις.
Φαίνεται ότι ο μεγάλος στόλος του Μανουήλ δίδαξε τους Νορμανδούς ένα οδυνηρό μάθημα. Πίστευε στα αλήθεια ο Μανουήλ ότι θα μπορούσε να αποτρέψει τις δυτικές επιθέσεις εξαπολύοντας τεράστιες επιθέσεις με το ναυτικό του; Ωστόσο, στην πραγματικότητα, παρόλα τα έξοδα και τις θυσίες, το μόνο που κατάφερε ήταν να κερδίσει μια εκεχειρία για κάποιο διάστημα, χωρίς να καταστρέψει ούτε τη θέληση ούτε την ικανότητα των Λατίνων να επωφεληθούν εις βάρος της αυτοκρατορίας. Παρά την φιλική στάση του απέναντι στους Φράγκους, η διπλωματία του Μανουήλ δεν κέρδισε τόσους πολλούς φίλους. Ένα μοιραίο λάθος της δυναστείας ήταν η αμέλεια της να επωφεληθεί του θαλάσσιου εμπορίου για να ενισχύσει το κράτος ακριβώς τη στιγμή που η δυτική οικονομία επεκτεινόταν σε τέτοιο βαθμό ώστε να μιλάμε για επανάσταση στο εμπόριο.
Επίσης, η αυτοκρατορία απέτυχε να διαθέσει μικρές ναυτικές πολεμικές δυνάμεις, που θα περιπολούσαν, με στόχο την προστασία των θαλάσσιων εμπορικών αρτηριών, δίνοντας έτσι μια απάντηση στις πειρατικές επιθέσεις. Ελάχιστες ήταν οι προσπάθειες για την αναγέννηση ή βελτίωση του συστήματος πληροφοριών. Η αυτοκρατορία σίγουρα είχε τις δυνάμεις να το κάνει αυτό στο απόγειο της δυναστείας των Κομνηνών. Ωστόσο, οι πολεμιστές – αυτοκράτορες, λειτουργώντας ως πυροσβεστικές δυνάμεις, έτρεχαν από το ένα σημείο στο άλλο, κάνοντας επίδειξη ισχύος και ουσιαστικά εξασθενώντας τον εαυτό τους. Μετατρέποντας σχετικά μικρές αψιμαχίες σε μεγάλης κλίμακας πολέμους απλά πρόσθεταν επιπλέον, μη αναγκαίο βάρος στο βυζαντινό θησαυροφυλάκιο. Παρά τις προσπάθειές τους, οι Λατίνοι δεν αισθάνονταν ιδιαίτερο δέος μπροστά στη δόξα της βυζαντινής ισχύος. Αν μη τι άλλο, αυτοί οι γεμάτοι αυτοπεποίθηση και δυναμική Δυτικοί πολεμιστές γίνονταν όλο και πιο μνησίκακοι απέναντι στους αλαζονικούς Ρωμαίους, των οποίων η αυτοκρατορία ήταν απλά μια ακόμη περιφερειακή δύναμη ανάμεσα στις τόσες παρά μια ηγεμονική υπερδύναμη.
Όπως κάθε μεγάλη δύναμη στην ιστορία, η Βυζαντινή αυτοκρατορία ακολουθούσε την αποδεδειγμένα σωστή στρατηγική όπως την είχε εμπεδώσει κατά την μακραίωνη παρουσία της και την εμπειρία της από τους αγώνες που είχε δώσει για να επιβιώσει. Το ζήτημα ήταν να βρεθούν τα κατάλληλα μέσα. Οι μεταρρυθμίσεις των Κομνηνών ήταν επιτυχημένες ως ένα βαθμό. Όμως, με την άνοδο της Δύσης, η ναυτική ισχύ άρχιζε να χρησιμοποιείται ως μέσο προβολής της αυτοκρατορικής δύναμης. Αυτό δεν ήταν φανερό στους Βυζαντινούς, καθώς ήταν ακόμη στην αρχή αυτών των επαναστατικών αλλαγών. Απέτυχαν να αντιδράσουν με φαντασία, καθώς το μόνο που έκαναν ήταν να απωθούν τις δυνάμεις που προσπαθούσαν να περάσουν τα σύνορα.
Με την εμφάνιση των Τούρκων και των Λατίνων, ο τρόπος πολέμου στην ανατολική Μεσόγειο διερχόταν μέσα από μια ολοκληρωτική μεταμόρφωση, που κατέστησε τους παραδοσιακούς τρόπους ανεπαρκείς. Οι Μουσουλμάνοι διαισθάνθηκαν τη μεταβολή στους συσχετισμούς των δυνάμεων στην περιοχή, καθώς είχαν ήδη υποστεί το βάρος του δυτικού επεκτατισμού και της βίας μέσω των Σταυροφοριών. Οι Βυζαντινοί, από την άλλη, έπεσαν θύματα της δικής τους διπλωματικής επιτυχίας διαχέοντας τη πίεση της Δύσης μέσω της ανακατεύθυνσης του ζήλου των Δυτικών στις προσπάθειες για κατάληψη των Άγιων Τόπων. Όμως, δυστυχώς, έδειξαν αμέλεια στην αντιμετώπιση των αληθινών, υφερπουσών απειλών.
Σύνοψη
Η Άννα Κομνηνή ισχυρίζεται στην αρχή του έργου της Αλεξιάδα ότι η αυτοκρατορία ήταν στις τελευταίες μέρες της. Μια χρήσιμη ρητορική για να εμφανίσει ως ήρωα τον πατέρα της, τον Αλέξιο Α΄; Ωστόσο, ήταν σίγουρο ότι η αυτοκρατορία βάδιζε σε δύσβατα μονοπάτια, με τον πλούτο της και τους άνδρες της σε εξασθένιση. Ενώ οι νίκες του Αλέξιου έδιναν στους Βυζαντινούς μια αίσθηση ασφαλείας, η αυτοκρατορία ακόμη αγωνιζόταν να επιβιώσει. Αναγκάζονταν να αντιδράσουν σε κύματα απειλών εφαρμόζοντας στρατηγικές έκτακτης ανάγκης, ανίκανοι να εκτιμήσουν τις μεταβολές ισχύος γύρω από την αυτοκρατορία τους. Αυτή η υλική και πνευματική αστοχία ήταν η αληθινή τραγωδία της στριμωγμένης αυτοκρατορίας. Στο τέλος, κάθε ικανότητα να χρησιμοποιήσουν βία ή διπλωματική πονηριά εξανεμίστηκε. Ο μεγάλος στόλος του Μανουήλ αγόρασε χρόνο για την αυτοκρατορία. Δυστυχώς, οι Κομνηνοί (συμπεριλαμβανομένων των συμβούλων, των υπουργών και των αξιωματούχων τους) δεν μπόρεσαν να βρουν μια ευφάνταστη λύση για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια της αυτοκρατορίας στη θάλασσα σε μακροπρόθεσμο επίπεδο. Το κόστος των περιορισμών και των ελλείψεων τους ήταν αρκετά υψηλό στο τέλος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κόλιας, Τ. Γ. (Ed.). (2005). Ναυμαχικά. Αθήνα.
Καργάκος, Σ. Ι. (2007). Το Βυζαντινό Ναυτικό. Αθήνα.
Ahrweiler, H. (1966). Byzance et la Mer. A Marime de Guerre la Politique et les Institutions Maritimes de Byzance anx VIIe-XVi siecle. Paris.
Casson, L. (1971). Ships and Seamanship in the Ancient World. Baltimore and London.
Choniatae, N. (1975). Historia. (J. L. Dieten, Ed.) Walter de Guyer.
Comnena, A. (1969). The Alexiad of Anna Comnena. (E. R. Sewter, Trans.) London.
Eustathios of Thessaloniki. (1988). The Capture of Thessaloniki. (J. R. Jones, Trans.) Australian Association for Byzantine Studies.
Houben, H. T. (1997). Roger II of Sicily. A ruler between east and west. (G. A. Loud, & D. Milburn, Trans.) Cambridge.
Kinamos, J. (1976). Deed of John and Manuel Comnenus. (C. M. Brand, Trans.) New York.
Laiou, A. (Ed.). (2008). The Economic History of Byzantium (3 vol. set). Dumbarton Oaks Research Library and Collection.
Lyons, M. C., & Jackson, D. (1985). Saladin. The Politics of the Holy War. Cambridge.
Magdalino, P. (2002). The Empire of Manuel I Komnenos, 1143-1180. Cambridge.
Ostrogorsky, G. (1969). History of the Byzantine State. New Brunswick, New Jersey.
Pryor, J. H., & Jeffreys, E. M. (2006). The Age of Δρομων: the Byzantine Navy ca500-1204. Leiden and Boston.
Villehardouin, G. (1908). Memoirs of the Fourth Crusade and the conquest of Constantinople. (F. T. Marzials, Trans.) London.
ΠΙΝΑΚΑΣ
Δρόμων (περί τον 10ο αιώνα). Ακουαρέλα Αντώνη Μιλάνου. Μιλάνιο Ναυτικό Μουσείο. Τσιλιβί, Ζάκυνθος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου