Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος (4ος αι.-6ος αι.)


Το 293, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός εισήγαγε ένα νέο σύστημα διοίκησης της αυτοκρατορίας, την τετραρχία, με το οποίο διαμοιραζόταν η αυτοκρατορική εξουσία σε τέσσερις συναυτοκράτορες, ο καθένας από τους οποίους διοικούσε μία μεγάλη γεωγραφική και διοικητική περιφέρεια, που ονομαζόταν υπαρχία. Στο κάθε τμήμα κυβερνούσε ένας καίσαρας και ένας αύγουστος. Συγκεκριμένα, στο ανατολικό τμήμα κυβερνούσε ο Διοκλητιανός Αύγουστος μαζί με τον καίσαρα Γαλέριο ενώ αντίθετα στο δυτικό κυβερνούσαν ο Κωνστάντιος Χλωρός καίσαρας και ο Μαξιμιανός Αύγουστος. Διαμάχες ξέσπασαν ανάμεσα στους διαδόχους του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού.Ο γιος του Κωνστάντιου Χλωρού Κωνσταντίνος, αφού νίκησε τον Μαξέντιο έξω από τη Ρώμη το 312, κυριαρχεί στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας μαζί με τον Λικίνιο στο ανατολικό. Μαζί με τον Λικίνιο εκδίδουν το διάταγμα των Μεδιολάνων (313), το οποίο θέσπιζε την ανεξιθρησκία. Με αυτό, σταμάτησαν οι διωγμοί των χριστιανών και αναγνωρίστηκε ο χριστιανισμός ως θρησκεία. Τέλος ο Κωνσταντίνος νικά τον Λικίνιο το 324 και γίνεται μονοκράτορας. Ο, μονοκράτορας πλέον, Κωνσταντίνος ιδρύει ένα νέο διοικητικό κέντρο στην ανατολή μεταφέροντας την πρωτεύουσα από τη Ρώμη στο Βυζάντιο,που μετονομάστηκε σε Κωνσταντινούπολη. Τα εγκαίνια της νέας πόλης έγιναν στις 11 Μαΐου 330. Επίσης διακρίνει την πολιτική από την στρατιωτική εξουσία στη διοίκηση των επαρχιών. Κόβει σταθερό χρυσό νόμισμα (solidus) και δείχνει ευνοϊκή μεταχείριση και ενισχύει τον Χριστιανισμό. Το 325 συγκαλεί ο ίδιος την Α' Οικουμενική Σύνοδο στην Νίκαια της Βιθυνίας, για την ειρήνευση της Εκκλησίας. Οι λόγοι μεταφοράς της πρωτεύουσας ήταν τρεις. Πρώτον, το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας διέθετε ακμαίο πληθυσμό και οικονομία. Δεύτερον, η γεωγραφική θέση της Κωνσταντινούπολης ήταν ιδανική, αφού είχε φυσική οχύρωση και ήταν κοντά στα σημεία των συγκρούσεων με τους Πέρσες στην ανατολή και με τα γερμανικά φύλα-Γότθους στον Βορρά, στο σύνορο του Δούναβη.
Το Βυζάντιο αποτελεί ένα ιδιότυπο ιστορικό φαινόμενο: ο Κωνσταντίνος αναγνωρίζεται ως ο πρώτος Βυζαντινός αυτοκράτορας χωρίς όμως να είναι και ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ενώ το Βυζάντιο είναι η μόνη αυτοκρατορία, που δεν κτίσθηκε πάνω στα ερείπια μιας άλλης ως προϊόν στρατιωτικών επιτυχιών, αλλά ήταν αποτέλεσμα των εξελίξεων στον ρωμαϊκό κόσμο.
Το 395 ο Θεοδόσιος Α' διαίρεσε και πάλι την αυτοκρατορία: το ανατολικό τμήμα που περιλάμβανε τις υπαρχίες Ανατολής και Ιλλυρικού δόθηκε στον 17χρονο γιο του Αρκάδιο και το δυτικό που περιλάμβανε τις υπαρχίες Ιταλίας-Αφρικής και Γαλατίας στον 11χρονο γιο του Ονώριο. Η διαίρεση αυτή αποδείχθηκε οριστική, καθώς τα δύο τμήματα δεν επρόκειτο ποτέ πια να ενωθούν σε ένα σύνολο, με εξαίρεση την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού.
Έτσι μοιρασμένη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία αντιμετώπισε ως τα τέλη του 5ου αι. τις επιθέσεις γερμανικών και άλλων φύλων, τα οποία είχαν αρχίσει ήδη από τον 3ο αιώνα να εισδύουν στην Ευρώπη. Η έκβαση αυτού του αγώνα ήταν διαφορετική για τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας. Το έτος 476 σημαδεύει την οριστική πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, ενώ η οικονομικά ισχυρότερη Ανατολή γνώριζε μια περίοδο σχετικής ισορροπίας, εσωτερικής και εξωτερικής.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία στη μεγαλύτερη έκτασή της επί Ιουστινιανού.
Η έκταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με το πέρας των αιώνων.
Ως συνέχεια της ρωμαϊκής, η Βυζαντινή αυτοκρατορία κληρονόμησε τον γεωγραφικό της χώρο και η προσπάθεια για την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας στα παλαιά της σύνορα παρέμεινε θεμελιώδης αξία της βυζαντινής ιδεολογίας. Η προσήλωση σ' αυτήν ή, αντίθετα, η εγκατάλειψή της, διαίρεσε πολλές φορές τον πολιτικό κόσμο και τον λαό του Βυζαντίου και προσανατόλισε τη βυζαντινή διπλωματία.

Μεγάλη προσπάθεια για να ανακτηθούν τα χαμένα εδάφη κατέβαλε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565). Η εξωτερική πολιτική του ήταν σύμφωνη με τη ρωμαϊκή παράδοση και πολύ φιλόδοξη, αλλά ξεπερνούσε τις δυνατότητες του κράτους. Αν και η αυτοκρατορία, μετά την ανάκτηση δυτικών περιοχών, περιελάμβανε πλέον την παλαιά υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής καθώς και ένα μικρό τμήμα στα νότια της Ιβηρικής χερσονήσου, οι πόλεμοί του σε Δύση και Ανατολή απογύμνωσαν τις ευρωπαϊκές επαρχίες από στρατεύματα και άδειασαν τα κρατικά ταμεία. Η κατάσταση αυτή εξασθένισε τη διεθνή θέση του Βυζαντίου και είχε ολέθριες επιπτώσεις στην εδαφική ακεραιότητα του κράτους επί των διαδόχων του.

Μεσοβυζαντινή περίοδος

Στη λεγόμενη «Μεσοβυζαντινή περίοδο», κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, οι εγκαταστάσεις των εχθρών στα βυζαντινά εδάφη αλλάζουν και πάλι τη γεωγραφική όψη της αυτοκρατορίας. Οι Λογγοβάρδοι εισβάλλουν και εγκαθίστανται στη βόρεια Ιταλία και οι Σλάβοι στη βορειοδυτική και βόρεια βαλκανική περιοχή. Το κράτος υφίσταται πολύ βαριές εδαφικές απώλειες και το έτος 642, με την αποχώρηση του βυζαντινού στόλου από την Αλεξάνδρεια, οριστικοποιείται η απώλεια των πέρα από τη Μικρά Ασία ανατολικών επαρχιών, της ελληνιστικής Ανατολής, κάτω από την πίεση της κατακτητικής ορμής των Αράβων που αποσπούν τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και τις βορειοαφρικανικές περιοχές της αυτοκρατορίας. Επίσης, στα τέλη του 7ου αιώνα εγκαθίστανται μόνιμα, νοτίως του Δούναβη, οι Βούλγαροι.
Οι αμφίρροποι αγώνες του 8ου και του 9ου αιώνα έφεραν ελάχιστες μόνο αλλαγές στην εδαφική όψη του κράτους, όμως επί Μακεδονικής δυναστείας, στα χρόνια των τελευταίων Μακεδόνων, η αυτοκρατορία πέτυχε σημαντικές επεκτάσεις και στην Ανατολή και στη Δύση. Πρώτα ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Β´ Φωκάς (963-969 μ.Χ) που κατέλαβε την Κρήτη και την Κύπρο. Έπειτα ο Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής (969-976), που κατάφερε να απωθήσει τους Ρως του Κιέβου μέχρι τον Δούναβη και με τα στρατεύματα του κατάφερε να νικήσει τους Άραβες. Τον Τσιμισκή διαδέχτηκε ο περίφημος Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος (976-1025) ο οποίος κατάφερε να νικήσει τους επαναστάτες Βάρδα Σκληρό και Φωκά. Ο ιστορικός Μιχαήλ Ψελλός αναφέρει πως οι Βυζαντινοί, για να χωρέσουν τον χρυσόπου συγκεντρώθηκε επί Βασιλείου, έσκαψαν μεγαλύτερες στοές στο θησαυροφυλάκιο. Ασχολήθηκε και με τα εξωτερικά θέματα, αν και ηττήθηκε από τους Βούλγαρους στην αρχή, κατάφερε να νικήσει τους Γερμανούς (Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία) στην μάχη του Μπάρι (987) και της Ρώμης (989) και έτσι τα Παπικά Κράτη έγιναν υποτελή στο Βυζάντιο. Επίσης κατάφερε να καταλάβει την Κριμαία (990). Έπειτα, μετά από αρκετές νίκες εναντίον των Βουλγάρων την περίοδο 990-994, έμαθε πως ο διοικητής Βούρτζης έχασε μία μάχη εναντίον των Αράβων στην Αντιόχεια και έσπευσε να βοηθήσει. Εν τω μεταξύ στα Βαλκάνια οι Βούλγαροι εκμεταλλεύτηκαν την απουσία του Βασιλείου και λεηλάτησαν όλη την Ελλάδα μέχρι την Αθήνα αλλά απέτυχαν να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη. Έτσι ο στρατηγός Νικηφόρος Ουρανός τους διέλυσε στην μάχη του Σπερχειού και ανέκτησε σχεδόν όλη την Ελλάδα. Ο Βασίλειος επέστρεψε στα Βαλκάνια για να νικήσει τους Βούλγαρους όπου και μετά από 18 συνεχόμενα χρόνια πολέμου το κάνει, το 1018. Έτσι κατάφερε να εδραιώσει μια κοσμοκρατορία οι οποία αποτελούνταν από την Νότια Ιταλία μέχρι την Ρώμη που ήταν υποτελείς στο Βυζάντιο, τα Βαλκάνια μέχρι τον ποταμό Δούναβη, την Ελλάδα, την Μικρά Ασία, Καύκασο, Αρμενία, Γεωργία. Όμως 35 χρόνια μετά τον θάνατο του πολλά από αυτά τα εδάφη χάθηκαν. Επίσης εκχριστιάνισε τους Ρώσους.

Υστεροβυζαντινή περίοδος

Οι εδαφικές κατακτήσεις επί Μακεδονικής δυναστείας διατηρήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά από τον 11ο αιώνα άρχισε η συρρίκνωση. Το 1071 ο βυζαντινός στρατός υπέστη μεγάλη ήττα από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Ματζικέρτ και σε ελάχιστο χρόνο το Βυζάντιο έχασε το μεγαλύτερο μέρος της Μικρας Ασίας. Το ίδιο έτος καταλήφθηκε η Βάρη (Μπάρι), το τελευταίο βυζαντινό έρεισμα στην Ιταλία, από τους Νορμανδούς. Η ήττα στο Μαντζικέρτ έβλαψε κυρίως το γόητρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς διέψευσε τη φήμη της πανίσχυρης και κραταιάς Αυτοκρατορίας, με τον Αυτοκράτορα αιχμάλωτο και με το πολιτικο-στρατιωτικό χάος που ακολούθησε,[7][8] αποτέλεσε τη «θανάσιμη στιγμή της Μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας»[9]. Η επακόλουθη απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της Μικράς Ασίας, η οποία αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα της Αυτοκρατορίας, ήταν ένα ισχυρό χτύπημα για την αυτοκρατορία. Η Αρμενία και η Καππαδοκία, οι επαρχίες από τις οποίες είχαν προέλθει πολλοί αυτοκράτορες και πολεμιστές, χάθηκαν οριστικά.
Περιορισμένη εδαφικά, η αυτοκρατορία γνώρισε μια σύντομη ανάκαμψη υπό τη δυναστεία των Κομνηνών (1081-1203)[10] οι οποίοι αντιμετώπισαν τον ερχομό των Σταυροφοριών. Η ανάμιξη των δυνάμεων της Δ' Σταυροφορίας στις έριδες μελών της δυναστείας των Αγγέλων οδήγησε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204.
Τα εδάφη της αυτοκρατορίας διαμοιράστηκαν ανάμεσα στις σταυροφορικές δυνάμεις, η Κωνσταντινούπολη ήταν πλέον η έδρα μιας λατινικής αυτοκρατορίας και ιδρύθηκαν πολλά λατινικά κρατίδια. Η βυζαντινή εξουσία, όμως, συνεχίστηκε να ασκείται σε τρία κράτη: την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, το δεσποτάτο της Ηπείρου και την αυτοκρατορία της Νίκαιας. Τα δύο τελευταία βρίσκονταν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους εν όψει της ανακατάληψης της Κωνσταντινούπολης. Το 1261 ο στρατηγός της αυτοκρατορίας της Νίκαιας Αλέξανδρος Στρατηγόπουλος βρήκε αφύλαχτη και ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη εν ονόματι του Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγου. Έτσι, η ενότητα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας χάθηκε και η ισχύς του Βυζαντινού κράτους δεν επανήλθε ποτέ στα επίπεδα της περιόδου των Κομνηνών.
Το λεγόμενο «βασιλικό φλάμουλο» επί Παλαιολόγων, στα μέσα του 14ου αιώνος, όπως περιγράφεται από τον ψευδο-Κωδινό και τον ισπανικό άτλαντα Conoscimento de todos los reinos.[11][12]
Η περίοδος των Παλαιολόγων (1258-1453) που ακολούθησε, χαρακτηριζόταν από αποδυνάμωση και μείωση της εδαφικής εκτάσεως της αυτοκρατορίας, που οφειλόταν στους εμφυλίους του 14ου αιώνα και στις κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων, πρώτα στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στη χερσόνησο του Αίμου. Την ίδια περίοδο, σε πολλές περιοχές συνεχίστηκε η λατινοκρατία, ενώ στην Ήπειρο και στην Τραπεζούντα, διατηρήθηκαν ανεξάρτητα από την Κωνσταντινούπολη κράτη.
Στις αρχές του 14ου αιώνα, το Βυζάντιο είχε χάσει τη Μικρά Ασία, στα μέσα του ίδιου αιώνα περιορίστηκε στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη και στις αρχές του 15ου αιώνα στην περιοχή της Πόλης και σε κάποιες κτήσεις στα νησιά του Αιγαίου και στο λεγόμενο Δεσποτάτο του Μυστρά. Οι τελευταίοι αυτοκράτορες είχαν στραφεί προς τη δυτική χριστιανοσύνη αναζητώντας συμμάχους. Το 1438 ο Ιωάννης Η' Παλαιολόγος στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας συμφώνησε στην ένωση της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας, απόφαση η οποία δίχασε τους υπηκόους του και την Εκκλησία και δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί, ειδικά μετά την Άλωση (1453). Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς υπό τον Μωάμεθ Β' στις 29 Μαΐου του 1453, ήρθε μετά από μία μακρόχρονη επιθανάτια αγωνία, την οποία ακολούθησε η τελική καταστροφή. Η βυζαντινή αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει και η Πόλη έγινε πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το τελευταίο κατάλοιπο του Βυζαντίου, το Πριγκιπάτο της Θεοδωρούς στη Νότια Κριμαία επιβίωσε μέχρι το 1475, όταν κατελήφθη από τους Οθωμανούς.

Πολιτική θεωρία

Η αυτοκρατορική ιδέα

Η έννοια της αυτοκρατορικής ιδέας προέρχεται από την οικουμενικότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία, έχοντας την πλήρη κυριαρχία σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και κάνοντας τη Μεσόγειο Ρωμαϊκή λίμνη, είχε την παντοδυναμία στον τότε γνωστό κόσμο. Έτσι ο αυτοκράτοράς της θεωρούνταν μοναδικός και αυτοκράτορας όλου του κόσμου. Αυτό συνεχίστηκε και στην περίοδο του Βυζαντίου, ακόμη και όταν αυτό είχε χάσει πλέον την έκταση και τη δύναμη που κατείχε στα χρόνια της ακμής του. Στο Ρωμαϊκό κράτος της Χριστιανικής ανατολής ο αυτοκράτοράς του ήταν ο εκλεκτός του Θεού και ηγέτης όλων των υπολοίπων κρατών. Ο στόχος τόσο του ιδίου όσο και ο ύψιστος στόχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν η οικουμενικότητα. Το Βυζάντιο προσπάθησε να διατηρήσει και να ανακαταλάβει τις χαμένες περιοχές τού τόσο πρόωρα καταλυμένου Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους.
Η ιδεολογία της οικουμενικότητας μεταλλάχτηκε με τα χρόνια, από τον 7ο-8ο αιώνα μ.Χ., δίνοντας τη θέση της στον εθνικισμό, ο οποίος γεννήθηκε στη βάση της αυτονομίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας από την Καθολική, με αποτέλεσμα ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας να θεωρείται αναμφισβήτητα η μόνη νόμιμη αρχή των Ορθοδόξων και κυρίως των Ελλήνων και να θεωρείται ανώτερη αρχή από τους υπόλοιπους Ορθόδοξους Βασιλείς.[εκκρεμεί παραπομπή]


Πολεοδομική οργάνωση

Κύριο λήμμα: Βυζαντινή πόλη
Ως πολεοδομική οργάνωση στην βυζαντινή αυτοκρατορία εννοείται η διαμόρφωση της βυζαντινής πόλης. Προκειμένου να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη της βυζαντινής πόλης, χρειάζεται να λάβει υπόψη του ότι η πόλη-κράτος της κλασικής περιόδου υπέστη σημαντικές αλλαγές κατά την ελληνιστική περίοδο με την εισαγωγή της χωροταξικής μονάδας της συνοικίας και τις επακόλουθες πολεοδομικές αλλαγές που επέφερε το σύστημα της μοναρχίας με τα μεγάλα τείχη, τα ανάκτορα, τους ιπποδρόμους και τα πολυτελή λουτρά. Όλα αυτά τα πολεοδομικά στοιχεία αποτέλεσαν επίσης στοιχεία της μεταγενέστερης ρωμαϊκής πόλης στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο και παρουσιάζουν ενδιαφέρον ως ιστορικές συνέχειες για τη διαμόρφωση της βυζαντινής πόλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου