Παρασκευή 12 Ιουνίου 2020

ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Α' Ο ΜΕΓΑΣ (379-395)


ΗΛΙΑΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ | Μετά το θάνατο του Ουάλη στη μάχη της Ανδριανουπόλεως (το 378) αναγορεύθηκε αυτοκράτορας του Ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας ο Ισπανός στρατηγός Θεοδόσιος, που είχε νικήσει τους Σαρμάτες στην Παννονία. Ο νέος αυτοκράτορας αφού κατόρθωσε να νικήσει τους Βησιγότθους δεν συνέχισε τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον τους αλλά υπόγραψε μαζί τους συνθήκη ειρήνης. Σύμφωνα με τη συνθήκη επιτράπηκε στους Οστρογότθους να εγκατασταθούν στην Παννονία (σημερινή Ουγγαρία) και στους Βησιγότθους στην Κάτω Μοισία (σημερινή Βουλγαρία). Εκεί επήραν κομμάτια γης για να τα καλλιεργούν. Σε αντάλλαγμα όφειλαν ως σύμμαχοι να ενισχύουν την άμυνα των συνόρων. Με αυτό τον τρόπο εξουδετερώθηκε, έστω και προσωρινά, ο κίνδυνος από τους Γότθους. Την ίδια συμβιβαστική πολιτική ακολούθησε ο Μέγας Θεοδόσιος και προς του Πέρσες. Προτίμησε δηλαδή αντί να αναλάβει πόλεμο εναντίον τους, να συνεννοηθεί μαζί τους υπογράφοντας την ειρήνη του 387. Σύμφωνα με αυτήν Βυζαντινοί και Πέρσες μοιράζονταν την Αρμενία. Το μεγαλύτερο μέρος το πήραν οι Πέρσες και το τμήμα αυτό ονομάστηκε από τότε Περσαρμενία.
Χαρακτήρας του Θεοδοσίου
Ο Θεοδόσιος1 καταγόταν από χριστιανική οικογένεια. Ηταν άνθρωπος υψηλού αναστήματος, με ξανθά μαλλιά αρρενωπό πρόσωπο και εκφραστικά μάτια. Είχε μέτρια υγεία η οποία, όπως, φαίνεται, επιδρούσε στο χαρακτήρα του, που ήταν ευμετάβολος και απότομος. Διέθετε μεγάλες στρατιωτικές ικανότητες, αγαπούσε τους στρατιώτες του, των οποίων συμμεριζόταν τους κόπους. Ήταν ένθερμος Χριστιανός, όπως αυτό φαίνεται από τη θρησκευτική του πολιτική. Οι εθνικοί ιστορικοί και ιδιαίτερα ο Ζώσιμος τον κατηγορούν ότι ήταν σπάταλος μαλθακός καθώς και ότι παραμελούσε την εκτέλεση των καθηκόντων του. Αλλά οι κατηγορίες αυτές είναι συκοφαντικές, όπως μας βεβαιώνουν οι μελετητές της Βυζαντινής ιστορίας.

Θρησκευτική πολιτική του Μεγάλου Θεοδοσίου - Ο Χριστιανισμός επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας
Τη θρησκευτική πολιτικήτου Θεοδοσίου μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε ριζοσπαστική. Σ’ αυτήν ακριβώς οφείλει τον χαρακτηρισμό του ως «Μεγάλου». Ο Άγιος Αυγουστίνος γράφει τα εξής κατατοπιστικά για τον Θεοδόσιο και την εκκλησιαστική του πολιτική: «Από τα πρώτα στάδια της*βασιλείας του βρισκόταν πάντα, στο πλευρό της Εκκλησίας στους σκληρούς αγώνες της κατά των εχθρών της και προσπάθησε να την προστατεύσει με νόμους δίκαιους και ευνοϊκούς προς όλους... Ευτύχησε στην πολιτική του περισσότερο σαν υπέρμαχος της θρησκείας παρά σαν πολιτικός κυβερνήτης, καταδιώκοντας τους εθνικούς και γκρεμίζοντας τα είδωλα, γιατί γνώριζε πως η ευτυχία σε αυτή τη ζωή δεν εξαρτάται από τα δαιμόνια και τα ξόανα, αλλά από τη γνώση και πίστη στον ένα και αληθινό Θεό». Το έτος 380 μ.Χ. εξέδωσε ένα διάταγμα το γνωστό διάταγμα «περί καθολικής πίστης», στο οποίο μεταξύ των άλλων έλεγε ότι επιθυμούσε όλοι οι λαοί της αυτοκρατορίας να αποδεχτούν τη θρησκεία εκείνη που διδάχτηκε από τον Απόστολο Πέτρο. Επίσης θεωρούσε τους οπαδούς της πίστης αυτής πραγματικούς Χριστιανούς, ενώ τους αιρετικούς και τους ειδωλολάτρες τους χαρακτηρίζει στραβούς, άμυαλους και πλανεμένους. 'Επειτα εξεδίωξε από τον πατριαρχικό θρόνο της Κων/πολης τον Αρειανό Πατριάρχη Δημόφιλο και ανέβασε σ’ αυτόν τον Άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό που ήταν ένθερμος υπερασπιστής της Ορθοδοξίας, ενάρετος σοφός και ρήτορας. Ο Μέγας Θεοδόσιος για να πραγματοποιήσει καλύτερα το θρησκευτικό του πρόγραμμα συνεκάλεσε το 382 μ.Χ. στην Κων/πολη την Β' Οικουμενική Σύνοδο. Σ’ αυτήν προήδρευσε ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ή Θεολόγος και παραβρέθηκαν ο Γρηγόριος ο Νύσσης που ήταν αδερφός του Αγίου Βασιλείου, καθώς και εκπρόσωπος όλων των πατριαρχείων της Ανατολής. Ο Πάπας και γενικά η Δύση δεν αντιπροσωπεύτηκαν. Η σύνοδος αυτή καταδίκασε την αίρεση του Μακεδονίου και συμπλήρωσε το σύμβολο της πίστεως (το «Πιστεύω») με τα πέντε τελευταία άρθρα του. Ο Μακεδόνιος ήταν Πατριάρχης Κων/λεως από το 342 μέχρι το 360 μ.Χ. Δίδασκε ότι το Άγιο Πνεύμα δεν ήταν ομοούσιο με τον Πατέρα και με τον Υιό, αλλά ότι ήταν κτίσμα του Πατρός. Αρνιόταν δηλαδή τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Έπειτα από τη σύνοδο ο Θεοδόσιος καθιέρωσε τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του Κράτους και στη συνέχεια πήρε πολύ σκληρά μέτρα ενάντια όχι μόνο προς τους ειδωλολάτρες αλλά και προς τους Χριστιανούς που δεν ήταν ορθόδοξοι. Με επίσημα διατάγματα έκλεισε αρχαίους ναούς και δήμευσε τις περιουσίες τους, απαγόρευσε τα ειδωλολατρικά λατρευτικά έθιμα και τη λειτουργία ειδωλολατρικών σχολών. Οι Ολυμπιακοί αγώνες, που ήταν το μεγαλύτερο αθλητικό γεγονός της αρχαιότητας, καταργήθηκαν το 394 μ.χ. Επίσης ο Θεοδόσιος έκλεισε τα μαντεία των Δελφών και της Δωδώνης, το τελεστήριο της Ελευσίνας και άλλα ιερά σταμάτησαν για πάντα την λειτουργία τους. Απομάκρυνε από τους δημόσιους χώρους τα αγάλματα και τα έργα τέχνης, που θύμιζαν την αρχαία θρησκεία. Επίσης ο Θεοδόσιος έδωσε πολλά προνόμια στους Χριστιανούς και μόνο αυτούς διόριζε σε δημόσιες θέσεις. Τα σκληρά αυτά μέτρα δημιούργησαν αντιθέσεις και μίσος ανάμεσα στους πιστούς της παλιάς και της νέας θρησκείας. Ακολούθησαν πράξεις φανατισμού και από τις δύο πλευρές ιδιαίτερα από την πλευρά κάποιων φανατικών Χριστιανών, οι οποίοι γκρέμισαν αρχαίους ναούς, κατάστρεψαν έργα τέχνης και έκαψαν βιβλία των αρχαίων. Θύμα αυτού του φανατισμού ήταν και το περίφημο Χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία στην Ολυμπία, έργο του μεγάλου γλύπτη Φειδία και ένα από τα εφτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Ο Ελληνοσύρος ρήτορας Λιβάνιος ένας από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής εκείνης, περιγράφει με επιγραμματικό τρόπο τις ακρότητες: «Φανατικοί χριστιανοί μπήκαν τότε στις μεγαλουπόλεις, για να επιτεθούν κατά των αρχαίων ναών ξύλα φέροντες και λίθους». Ο Χριστιανισμός όμως τελικά εθριάμβευσε κυρίως με την υψηλή διδασκαλία της αγάπης και της συγνώμης καθώς και με το υπέροχο κοινωνικό έργο των πατέρων της Εκκλησίας, ιδιαίτερα του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Στη διάδοση και επικράτηση του Χριστιανισμού σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης και η ελληνική γλώσσα, την οποία μιλούσε όλος ο τότε πολιτισμένος κόσμος.
Εσωτερική πολιτική του Μεγάλου Θεοδοσίου - Ταραχές τη Αντιόχειας και της Θεσσαλονίκης
Ο Θεοδόσιος υποστήριξε την τάξη των συγκλητικών και των βουλευτών δηλαδή, τη λεγάμενη διοικητική αριστοκρατία. Ιδιαίτερα προσπάθησε να αυξήσει τον αριθμό των βουλευτών και παράλληλα περιόρισε τη δύναμη των μεγάλων γαιοκτημόνων, οι οποίοι προσπαθούσαν να εξαφανίσουν τη μικρή ελεύθερη ιδιοκτησία. Ο Θεοδόσιος χρειαζόταν πολλά χρήματα για να αντιμετωπίσει τις επιδρομές των Γότθων, τις επαναστάσεις του Μάξιμου και του Ευγένιου, την κατασκευή μεγάλων κτισμάτων και τις σπατάλες της αυλής. Γι’ αυτό επέβαλε σκληρούς φόρους με αποτέλεσμα να διαμαρτύρονται και να αγανακτούν οι φορολογούμενοι. Ιδιαίτερη αγανάκτηση προκαλούσε στο λαό η αρπακτικότητα των δυνατών (των μεγάλων γαιοκτημόνων). Αυτή την απληστία περιγράφει με τρόπο ζωντανό και παραστατικό ο μεγάλος ιεράρχης Ιωάννης Χρυσόστομος4ως εξής: «Αν εξετάσει κανένας πώς φέρονται οι δυνατοί στους άθλιους και ταλαίπωρους γεωργούς, θα δει ότι είναι χειρότεροι από τους βαρβάρους. Γιατί σ’ αυτούς που λιώνουν από την πείνα και καταπονούνται σε όλη τους τη ζωή επιβάλλουν επίπονες αγγαρείες και τους φέρονται σαν να ήταν όνοι ή ημίονοι ή πολύ περισσότερο σαν άψυχα πράγματα». Οι φορολογικές αυτές πιέσεις προκάλεσαν μικροεπαναστάσεις και ταραχές στην Αντιόχεια (το 387) και στη Θεσσαλονίκη (το390)0 λαός της Αντιόχειας εξεγέρθηκε και κατέστρεψε τους ανδριάντες του αυτοκράτορα και της αυτόκράτειρας. Ο οξύθυμος Θεοδόσιος οργίστηκε και διέταξε σφαγή των κατοίκων και καταστροφή της πόλης στην οποία ο μεγάλος ιεράρχης Ιωάννης Χρυσόστομος εδίδασκε την καρτερία, το θάρρος και την αυτοκυριαρχία στους τρομοκρατημένους και απελπισμένους κατοίκους της. Τελικά ο Θεοδόσιος συγχώρησε τους κατοίκους της Αντιόχειας μετά από παράκληση του επισκόπου της Φλαβιανού,του ρήτορα και σοφιστή Λιβάνιου και του βουλευτή Ιλαρίου. Πολύ σκληρότερος φάνηκε ο Θεοδόσιος προς το λαό της Θεσσαλονίκης τρία χρόνια μετά (το 390). Οι Θεσσαλονικείς εξεγέρθηκαν εναντίον του Γότθου αρχηγού της φρουράς της πόλεως και τον κατέσφαξαν, επειδή δεν δεχόταν να αποφυλακίσει έναν ηνίοχο που ήταν πολύ δημοφιλής και είχε φυλακιστεί από αυτόν για κάποια παρανομία. Ο αυτοκράτορας ευερέθιστος όπως ήταν, βιάστηκε να τιμωρήσει τους ταραξίες. Η φρουρά της Θεσσαλονίκης κάλεσε το λαό στον ιππόδρομο τάχα για ιπποδρομίες, και εκεί κατέσφαξε 7000 αθώους ανθρώπους. Ο Θεοδόσιος μετάνιωσε αμέσως μετά την πρώτη απαίσια διαταγή του. Έπειτα έστειλε δεύτερη διαταγή με την οποία αναιρούσε την πρώτη. Ήταν όμως αργά. Το κακό είχε γίνει. Ο αυτοκράτορας θρήνησε πικρά για την απαράδεχτη πράξη του. Τότε ο επίσκοπος Μεδιολάνων Αμβρόσιος, ένας γενναίος ιεράρχης κατηγόρησε την εγκληματική πράξη του αυτοκράτορα στέλνοντάς του γράμμα στο οποίο ανάμεσα στ’ άλλα έλεγε: «Το αμάρτημά σου δεν μπορεί να συγχωρηθεί παρά με δάκρυα και μετάνοια. Ούτε άγγελοι ούτε αρχάγγελοι μπορούν να το συγχωρήσουν ο ίδιος ο Κύριος μόνο σ’ αυτούς που μετανοούν δίνει συγχώρηση. Σε συμβουλεύω, σε ικετεύω, σε προτρέπω, σε παρακινώ. Δεν έχω το θάρρος να σου προσφέρω την Θεία Μετάληψη, αν θελήσεις να έλθεις στην Εκκλησία». Ο αυτοκράτορας αναστατώθηκε από αυτόν τον έλεγχο. Άρχισε να τυραννιέται από τύψεις της συνειδήσεως. Μια Κυριακή τόλμησε να πάει στην μητρόπολη των Μεδιολάνων για να ακούσει τη Θεία Λειτουργία. Τότε ο γενναίος Επίσκοπος Αμβρόσιος τον εμπόδισε να μπει στο ναό. Ο πανίσχυρος Θεοδόσιος ανίσχυρος μπροστά στον άξιο εκπρόσωπο της Εκκλησίας, όχι μόνο δεν αντέδρασε εναντίον του, αλλά και συμμορφώθηκε στην ποινή της μετάνοιας που του επιβλήθηκε. Οκτώ μήνες αργότερα έγινε δεκτός στην εκκλησία, όπου γονάτισε και ζήτησε τη συγγνώμη της. Έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι από την αναμέτρηση κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας αναδεικνύεται νικήτρια η δεύτερη, πράγμα που φανερώνει ότι αρχίζει ο μεσαίωνας, οπότε ο κόσμος εξαρτάται πολύ από την Εκκλησία και τη Θρησκεία.
Θάνατος του Μεγάλου Θεοδοσίου (395) - Γιατί ονομάστηκε Μέγας
Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Θεοδόσιος κατά τα 15 χρόνια της βασιλείας του τον είχαν κουράσει και είχαν κλονίσει την υγεία του που δεν ήταν ιδιαίτερα καλή. Έτσι λοιπόν η υγεία του χειροτέρεψε από τις ψυχικές και σωματικές κακουχίες που πέρασε και μετά από σύντομη αρρώστεια πέθανε τον Ιανουάριο του 395. Λίγο πριν από το θάνατό του, επειδή αντιλήφθηκε ότι ήταν αδύνατο σε έναν άνθρωπο (τον αυτοκράτορα) να κυβερνά μόνος του, μοίρασε την απέραντη αυτοκρατορία στα δύο παιδιά του Αρκάδιο και Ονώριο. Ο πρώτος ήταν τότε 18 ετών ενώ ο δεύτερος 11. Ο Αρκάδιος εξουσίαζε το ΝΑ Ιλλυρικό (περίπου τη σημερινή Βαλκανική Χερσόνησο, την Μικρά Ασία, τον Πόντο, τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο). Ο Ονώριος εξουσίαζε το Β.Δ. Ιλλυρικό (Δαλματία - Ιστρία - Παννονία) Ιταλία, τη Β. Αφρική, την Γαλατία, τη Βρεττανία και την Ιβηρική Χερσόνησο. Ο Θεοδόσιος ονομάστηκε από την Εκκλησία «Μέγας» για τις πολύτιμες υπηρεσίες του υπέρ της Ορθοδοξίας και του Χριστιανισμού γενικότερα.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ - ΑΘΗΝΑ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΥΖΑΝΤΙΣ, 1995
Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου