Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

Θέματα βυζαντινής ιστοριογραφίας βικεπαιδεια


Ονομασία

Ο όρος «βυζαντινός» είναι ένας νεολογισμός που εισήγαγε το 1562 ο ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf, 1516-1580), τότε βιβλιοθηκάριος και γραμματέας στον οίκο των ισχυρών τραπεζιτών Fugger στην Αυγούστα (Augsburg). Ο Βολφ, ο οποίος επέδειξε μεγάλο ζήλο τόσο για τους Βυζαντινούς όσο και για τους κλασικούς συγγραφείς, είδε τη βυζαντινή ιστορία ως ένα ιδιαίτερο και ανεξάρτητο τμήμα της γενικής ιστορίας και συνέλαβε την ιδέα ενός Corpus Historiae Byzantinae (Σώμα βυζαντινής ιστορίας) που θα περιλάμβανε έργα Βυζαντινών ιστορικών από την εποχή του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Κατόπιν, τον όρο «βυζαντινός» καθιέρωσε ένας πολύ σημαντικός Γάλλος λόγιος και εκδότης, ο Ιησουίτης Φίλιππος Λαμπέ, 1607-1667, ο οποίος προλόγισε το δικό του σώμα κειμένων βυζαντινής ιστορίας, με τις λέξεις: "De Byzantinae historiae scriptoribus...". Όταν εκδόθηκε ο πρώτος τόμος αυτής της συλλογής, δημοσίευσε μια έκκληση προς όλους τους λάτρεις της βυζαντινής Ιστορίας, με την οποία τόνιζε τη σημασία της ιστορίας της Ανατολικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας «της τόσο εκπληκτικής σε γεγονότα, τόσο δελεαστικής σε ποικιλία και τόσο αξιόλογης για την μακραίωνή της διάρκεια». Στα 1680 ο Γάλλος ιστορικός, φιλόλογος, αρχαιολόγος, νομισματολόγος και εκδότης Κάρολος Δουκάγγιος χρησιμοποίησε τον όρο για να τιτλοφορήσει το ιστορικό του βιβλίο Historia Byzantina, που πραγματευόταν την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης.
Η προέλευση αυτής της ονομασίας αυτής βρίσκεται στο ότι η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας κτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, της αρχαίας πόλης της νοτιοανατολικής Θράκης στο Βόσπορο, που είχε ιδρυθεί το 659 π.Χ. από ομάδα Μεγαρέων αποικιστών με αρχηγό το Βύζαντα, στον οποίο η πολη όφειλε και την ονομασία της. Οι αρχαΐζοντες Βυζαντινοί συγγραφείς συχνά ονομάζουν Βυζάντιο την Κωνσταντινούπολη, όνομα που τελικά κατέληξε να δηλώνει το σύνολο του κράτους. Η επέκταση αυτή της σημασίας του όρου «Βυζάντιο», δείχνει και τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραμάτισε σε όλη τη βυζαντινή ιστορία ο κόσμος της Κωνσταντινούπολης.
Η ορολογία αυτή, ωστόσο, δε χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια ύπαρξης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι κάτοικοί της ονόμαζαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους, το κράτος τους ονομαζόταν «Ρωμανία», «Ρωμαΐς», «Ρωμαίων κράτος» ή «Ρωμαίων πολιτεία»[εκκρεμεί παραπομπή], ο εκάστοτε αυτοκράτορας Βασιλεύς Ῥωμαίων, ενώ η πρωτεύουσά τους ήταν γνωστή και ως Νέα Ρώμη.[16]

Οριοθέτηση της βυζαντινής περιόδου

Κάθε χρονική τομή και κάθε χρονικός περιορισμός της ιστορικής εξέλιξης, που στην πραγματικότητα είναι αδιάκοπη, αποτελούν συμβατικές οροθεσίες οι οποίες δεν βρίσκουν πάντα σύμφωνους όλους τους ερευνητές. Έτσι και τα χρονικά όρια που έχουν γίνει αποδεκτά για τη βυζαντινή ιστορία είναι συμβατικά, βοηθούν όμως στην κατανόηση της σημασίας παραγόντων και γεγονότων, στους οποίους βασίζονται οι διάφορες αντιμαχόμενες θέσεις.
Αν και όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι η Βυζαντινή ιστορία τελειώνει με την πτώση της Πόλης το 1453, συχνά θεωρήθηκε ως αφετηρία για τη βυζαντινή χρονολογία ο θρίαμβος του Χριστιανισμού το 392, όταν δηλαδή ο Θεοδόσιος Α' έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες λατρείες. Αν όμως λάβουμε υπόψη ότι η αρχαία θρησκεία επέζησε τουλάχιστον ως την εποχή του Ιουστινιανού και κατόπιν αντικαταστάθηκε από την εθνική θρησκεία των λαών που εγκαταστάθηκαν στα βυζαντινά εδάφη, βλέπουμε ότι η χρονολογία αυτή έχει δυσκολίες ως προς την εδραίωσή της. Κείμενα του 10ου αι. αναφέρουν μη χριστιανούς σλαβικής καταγωγής εγκατεστημένους στη βυζαντινή Ελλάδα, οργανωμένους σε αυτόνομες κοινότητες, υπό τοπικούς αρχηγούς της ίδιας εθνικής προελεύσεως και σχεδόν ανεξάρτητους από την αυτοκρατορική επαρχιακή διοίκηση της περιοχής. Μάλιστα, συχνά αποτέλεσαν επικίνδυνες εστίες εξεγέρσεως κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας, κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και στην Πελοπόννησο.
Άλλοι ιστορικοί, θεωρούν αρχή της ιστορίας του Βυζαντίου την εποχή που ακολουθεί το θάνατο του Θεοδοσίου (395)· το κράτος διαιρείται σε ανατολικό και δυτικό. Κατά τον ίδιο τρόπο, αναζητείται σταθερό ορόσημο στη διάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους· καταλληλότερη το 476, χρονολογία όπου η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μένει μόνη της. Άλλοι τοποθετούν την αρχή της ιστορίας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους στα 610, όταν ανεβαίνει στο θρόνο ο Ηράκλειος, άλλοι στα 717, όταν ανεβαίνει στην εξουσία η δυναστεία των Ισαύρων και άλλοι στα 284, όταν ο Διοκλητιανός, βάζει τις βάσεις για την οργάνωση του νέου κράτους.
O καθηγητής Άρνολντ Τόινμπι (18891975) υποστήριξε ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έσβησε κατά τα τελευταία χρόνια του 6ου αιώνα και μια νέα αυτοκρατορία αναπτύχθηκε ως απάντηση της χριστιανικής Ανατολής στην απειλή των μουσουλμάνων. Από την άλλη, ο Βρετανός κλασικός φιλόλογος και ιστορικός Τζων Μπάγκνελ Μπιούρυ 18611927) αρνήθηκε ότι το Βυζάντιο γνώρισε ποτέ γενέθλια ημέρα. Υποστήριξε ότι «η Βυζαντινή αυτοκρατορία με δική της υπόσταση ουδέποτε υπήρξε, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν έληξε μέχρι το 1453».[17]
Κάθε μία από τις παραπάνω απόψεις, παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Όσοι πάντως πιστεύουν ότι η βυζαντινή ιστορία αρχίζει απ' τη μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου και τη θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης το 324 (ή από τα επίσημα εγκαίνια της το 330), θεωρούν ότι η χρονολογία αυτή εμπεριέχει γεγονότα-ορόσημα για το βυζαντινό κράτος:
α) μετάθεση του κέντρου βάρους από τη Δύση στην Ανατολή,
β) ανοχή και αργότερα αναγνώριση της ισοτιμίας του Χριστιανισμού, με τις άλλες θρησκείες,
γ) επίδραση των χριστιανικών αρχών στη νομοθεσία και γενικά στις κρατικές εκδηλώσεις,
δ) μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους σε σφαίρα επιρροής άλλης γλώσσας, της ελληνικής,
ε) πραγματοποίηση μεγάλων μεταρρυθμίσεων και αλλαγών στην κρατική και κοινωνική ζωή της αυτοκρατορίας.

Βυζάντιο και Δύση

Κύριο λήμμα: Βυζάντιο και Δύση
Παρά το γεγονός ότι το Ανατολικό και το Δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είχαν αποτελέσει μέρη του ίδιου κράτους, της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι, ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Λατίνους της Δύσης, υπήρξε μια διαρκής αντιπαράθεση, η οποία κατά τη διάρκεια της Τέταρτης Σταυροφορίας κορυφώθηκε με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το έτος 1204. Ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, η αποξένωση και, στη συνέχεια, η αμοιβαία εχθρότητα των δύο κόσμων ήταν τόσο μεγάλη, που είχε ως συνέπεια, οι Δυτικοί να παρακολουθήσουν με πλήρη σχεδόν αδιαφορία την πτώση της ανατολικής αυτοκρατορίας.[18]
Στην πραγματικότητα, ακόμα και το όνομα της «Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», μαρτυρεί μια μακραίωνη έχθρα και υποτίμηση. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να φανταστεί ότι η δυτική ιστοριογραφία, θα επινοούσε το πρωτοφανές όνομα «Βυζάντιο», συσχετίζοντας τη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, απλώς με μια αρχαία ελληνική αποικία, προκειμένου να αποσυνδέσει το ανατολικό τμήμα από την αυτοκρατορική παράδοση[19] και να περιγράψει με τον τρόπο αυτό, την άλλοτε κραταιά Αυτοκρατορία, που αυτοπροσδιοριζόταν ως μοναδικός κληρονόμος της αυτοκρατορικής Ρώμης.[20] Παρά τις θετικές, αρχικές προσπάθειες κάποιων δυτικών ιστοριογράφων, η μακρά παράδοση αδιαφορίας, έλλειψης κατανόησης και παρεξηγήσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές, οδήγησε σε μια νοοτροπία γκετοποίησης της Βυζαντινής ιστοριογραφίας.[21]
Είναι βέβαιο ότι, το πλέον προβεβλημένο γεγονός, ως άξονας διαφοροποίησης των δύο πλευρών είναι το Σχίσμα των δύο εκκλησιών, Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής, όμως, μιλώντας σήμερα για Βυζάντιο και Δυτικό Μεσαίωνα, αναφερόμαστε στην πραγματικότητα σε δύο διακριτά, όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά και ιστορικά και πολιτιστικά μεγέθη,[22] τα οποία περιγράφουν, αυτονόητα και φυσικά, δύο διαφορετικούς τρόπους σκέψης και ύπαρξης με ρίζες ιστορικές.[23] Η μοιρασμένη στα δύο, αυτοκρατορία, από τον Θεοδόσιο Α' το 395, ορίζει και γεωγραφικά, ως ένα βαθμό, τις δύο μεσαιωνικές δυνάμεις.
Στην υπερχιλιόχρονη πορεία του Βυζαντίου, μια σειρά από γεγονότα έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός (δυτικού) μεσαιωνικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε ανταγωνιστικά προς το Βυζάντιο. Αυτά ήταν η γλωσσική αποξένωση, η βαθμιαία ανεξαρτητοποίηση της δυτικής θεολογικής και πολιτικής σκέψης και ο ανταγωνισμός της Δυτικής με την Ανατολική Εκκλησία.

Εθνολογική σύνθεση

Κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορικής πορείας της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτελούσε ένα υπερεθνικό, οικουμενικό κράτος που περιελάμβανε όλον τον πολιτισμένο, τότε, μεσογειακό κόσμο. Το μόνο άλλο οργανωμένο κράτος που γνώριζε ήταν η Περσία των Σασσανιδών. Στην τεράστια επικράτειά της, η οποία απλωνόταν σε τρεις ηπείρους, συμβίωναν Έλληνες και εξελληνισμένοι λαοί, αυθεντικοί Ρωμαίοι, Αρμένιοι, Σύροι, Αιγύπτιοι και Ιουδαίοι, υπολείμματα παλαιών μικρασιατικών λαών (Ίσαυροι, Φρύγες, Καππαδόκες), στη Χερσόνησο του Αίμου, καθώς επίσης υπολείμματα νεώτερων εποικισμών Γαλατών και Γότθων. Όλοι αυτοί αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι, στον βαθμό που ήταν αφοσιωμένοι στην Εκκλησία και στον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα.
Ήδη από την ελληνιστική εποχή είχαν εμφανιστεί ισχυρές τάσεις επιγαμίας μεταξύ των μεσογειακών λαών. Πχ ο αυτοκράτορας Αρκάδιος ήταν ισπανικής καταγωγής, ενώ αρμενικής καταγωγής ήταν οι στρατηγοί του Ιουστινιανού Ναρσής, Ναρσής Καμσαρακάν και οι αυτοκράτορες Λέων Ε΄, Βασίλειος Α΄, Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής, Ρωμανός Α΄. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος ο Α΄ είχε αίμα αραβικό και ο πατέρας του επικού Διγενή Ακρίτα ήταν προσήλυτος Σαρακηνός.[24] Οι Βυζαντινοί ήταν κοσμοπολίτες και χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις. Δεν είχαν πρόβλημα να δεχθούν τον οποιονδήποτε και παιδιά μικτών γάμων μπορούσαν να κυβερνήσουν την Αυτοκρατορία. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν ο νεοεισερχόμενος να είναι Χριστιανός και να μιλά ελληνικά.
Βέβαια, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του, η εθνολογική σύνθεση του Βυζαντίου δεν συνδέθηκε αποκλειστικά με μία μόνο εθνότητα, γιατί στα σύνορα του υπήρχαν ή προσαρτήθηκαν κατά καιρούς πολλοί διαφορετικοί λαοί, όμως, κορμός της σύνθεσης αυτής ήταν ο ελληνορωμαϊκός κόσμος, και οι διάφορες εθνότητες απόκτησαν τα κοινά χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης και προοδευτικά της ελληνικής γλώσσας, παράγοντες που λειτούργησαν ως ενοποιητικοί. Ειδικά η ελληνική γλώσσα, η οποία ήδη από τον 4ο αιώνα είχε αρχίσει να εκτοπίζει τη λατινική στην Ανατολή, επικράτησε επί Ηρακλείου ως η κατ' εξοχήν επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου. Είχε προηγηθεί η μοιραία αποδυνάμωση του ζωντανού, στρατιωτικής καταγωγής λατινικού πυρήνα των Βαλκανίων από τον Ιουστινιανό, προκειμένου να επανδρώσει τις ανακτημένες και εκγερμανισμένες επαρχίες της Δύσης. Μόνο έτσι μπορεί να κατανοηθεί ο προοδευτικός εξελληνισμός όχι μόνο των δομών της Αυτοκρατορίας, αλλά και των προσαρτημένων στα όριά της λαών.
Τον 7ο αιώνα λόγω της απώλειας της Αιγύπτου και της Συρίας, σημειώθηκε ριζική διαφοροποίηση στον χάρτη των εθνοτήτων και το βυζαντινό κράτος περιόρισε την επικράτειά του σε περιοχές όπου το πατροπαράδοτα ελληνικό στοιχείο δέσποζε και αριθμητικά. Όμως δεν έπαψαν να εμφανίζονται νέοι λαοί.

Ταυτότητα: Ελληνισμός και Βυζάντιο

Ως αποτέλεσμα της ενοποιητικής πολιτικής των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και της δημιουργίας μίας συγκεντρωτικής ρωμαϊκής γραφειοκρατίας[25] από τον ύστερο τρίτο μ.Χ. αιώνα οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, ακόμη και στις επαρχίες, είχαν αρχίσει να θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη μιας κοινωνικής και πολιτικής κοινότητας που αποτελούσε συνέχεια της αρχαίας Ρώμης. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην εγκατάλειψη των τοπικών ταυτοτήτων που διέσπαζαν την ενότητα της Ρωμαϊκής πολιτείας, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής.[26]
Το ερώτημα αν ο Βυζαντινός ήταν κάτι περισσότερο από Ρωμαίος πολίτης και Χριστιανός με ελληνική παιδεία, απασχόλησε αρκετά τους Νεοέλληνες ιστορικούς, κυρίως μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, υπό την επίδραση της νεοτερικής ιδεολογίας του εθνικισμού, περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Με τη θεμελιακή εισφορά του «εθνικού» ιστοριογράφου Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, υπέρμαχου της ενότητας της ελληνικής ιστορίας, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρήκε, όχι χωρίς αντιδράσεις, τη θέση της στην ιστοριογραφία του ελληνικού έθνους.
Το πρόβλημα, αν στο σύνολό της η βυζαντινή ιστορία αποτελεί οργανικό μέρος της ιστορίας του ελληνικού έθνους, υπήρξε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα,[27] καθώς δεν μπορεί κάποιος να παραγνωρίσει το γεγονός ότι, εξίσου με τον σύγχρονο ελληνισμό, η ιταλική χερσόνησος, οι βαλκανικοί πληθυσμοί και οι σλαβικοί λαοί της βορειοανατολικής Ευρώπης, ο κόσμος της Μικράς Ασίας και του αρμενικού έθνους, αναζητούν την κατανόηση της ιστορικής τους πραγματικότητας στο Βυζάντιο. Ωστόσο, οι περισσότεροι κάτοικοι των εδαφών της αυτοκρατορίας, ιδίως μετά τον 6ο αιώνα, ήταν ελληνόφωνοι, μιλούσαν, δηλαδή, μια μορφή της ελληνικής επηρεασμένης από την εισαγωγή λατινικής προέλευσης όρων,[28] και μέχρι περίπου το 600 μ.Χ. η χρήση της Λατινικής στη διοίκηση είχε περιοριστεί κατά πολύ.[29] Επίσης οι σπουδές της άρχουσας τάξης του Βυζαντίου ήταν εξαρχής ελληνορωμαϊκές (επειδή οι Ρωμαίοι θαύμαζαν τον πλούτο του ελληνικού λεξιλογίου, την τέχνη και τη φιλοσοφία των Ελλήνων) και σύντομα έγιναν κυρίως ελληνικές. Κατά συνέπεια η άρχουσα τάξη ενστερνιζόταν τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ελλήνων, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η λέξη «Έλλην» ήταν ταυτισμένη τους πρώτους αιώνες με την ειδωλολατρεία και απέφευγαν την αναφορά του εθνικού ονόματος.[εκκρεμεί παραπομπή]
Μπορεί να ειπωθεί ότι ο ορθόδοξος χριστιανισμός, η ελληνική γλώσσα και γενικά ο ελληνικός πολιτισμός, με την ταυτόχρονη παρουσία τους, ως φυσική κληρονομιά, στον ελληνικό χώρο, δίνουν το δικαίωμα στη νεώτερη και σύγχρονη Ελλάδα να θεωρούν ισχυρή τη συγγένεια τους με ολόκληρη τη βυζαντινή ιστορία. Πάντως, το γεγονός ότι η αφετηρία του νεώτερου Ελληνισμού βρίσκεται στο Βυζάντιο, αν και είναι για πολλούς ιστορικούς μια πραγματικότητα, για κάποιους άλλους τίθεται υπό αμφισβήτηση τονίζοντας ότι η ελληνικότητα εκδηλώθηκε επισήμως τους 2-3 τελευταίους βυζαντινούς αιώνες,[30] εποχή σταδιακής συρρίκνωσης του Βυζαντίου, και αποχωρισμού των μη ελληνικών περιοχών και πληθυσμών. Αυτό από τους μεν ερμηνεύεται ως ένδειξη ότι προηγουμένως η ελληνικότητα ήταν αμελητέα, ενώ κατ' άλλους ότι σε εκείνη τη φάση πλέον η πολιτεία δεν δεσμευόταν από το πολυεθνικό μωσαϊκό που έπρεπε να συγκρατεί σε συνοχή και μπορούσε να εκδηλώσει ελεύθερα τον ελληνικό χαρακτήρα της.
Το Βυζαντινό κράτος ήταν από τον 8ο κιόλας αιώνα ένα ελληνιστικό βασίλειο, υπό την έννοια ότι η ελληνική γλώσσα ήταν σε ακμή, έτσι που η λέξη "Ρωμαίος" σήμαινε τον ελληνόγλωσσο υπήκοο, κάτι που επικράτησε ως τις μέρες μας, ενώ τα υπόλοιπα έθνη της Αυτοκρατορίας θεωρούνταν μειονότητες και σε κάθε περίπτωση ξένα προς τους κυρίως ειπείν Βυζαντινούς και τα υπόλοιπα έθνη τη θεωρούν ένα ξένο βασίλειο.{πηγή}}
Εξέλιξη ελληνικών εθνωνυμίων στην Ευρώπη
Εποχή / Τύπος Εθνωνύμιο Αρχαιότητα Μεσαίωνας Αναγέννηση (τέλη 13ου αιώνα +)
Νεότερη ιστορία
Ενδώνυμα κυρίως νοτιοανατολική Ευρώπη
Έλληνες γενικός όρος μεταξύ αυτών που ακολουθούν τα ίδια ήθη, έθιμα, παραδόσεις, και γλώσσα. Διάφορα φύλα, πόλεις, αποικίες και βασίλεια, εντός και εκτός ελλαδικού χώρου και Ευρώπης οι αρχαίοι Έλληνες γενικότερα, ενώ σε θρησκευτικό πλαίσιο οι παγανιστές της αρχαίας ελληνικής θρησκείας (από τον 4ο αιώνα μ.Χ./περίοδο Ιουλιανού)[^ 1] σταδιακά και αργά ο όρος άρχισε να επανέρχεται ως αυτοπροσδιορισμός των σύγχρονων κατοίκων στον ελλαδικό χώρο από τον 13ο-15ο αιώνα και έπειτα, ιδιαίτερα μετά την άλωση της Δ´ Σταυροφορίας.[^ 2][^ 3] ο κύριος όρος σε χρήση για τους κατοίκους εντός της Ελλάδας και Κύπρου και γενικότερα στην ελληνική γλώσσα διαχρονικά για τους κατοίκους του ελλαδικού χώρου και άλλων περιοχών
Γραικοί (Graeci): οι Έλληνες όπως αναφέρονταν από τους Ρωμαίους[^ 4] ανεπίσημος χαρακτηρισμός των κατοίκων του ελλαδικού χώρου (ή των ατόμων ελληνικής καταγωγής γενικότερα) στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ιστορικά προερχόμενος από τον αρχαίο ρωμαϊκό όρο για τους Έλληνες[^ 5][^ 3] παραδοσιακός όρος και αυτοπροσδιορισμός παραδοσιακός όρος και αυτοπροσδιορισμός
Βυζαντινοί οι κάτοικοι της πόλης του Βυζαντίου όπως αρχαιότητα όπως αρχαιότητα Οι Έλληνες του Μεσαίωνα όπως κατά την παραπάνω χρήση του Έλληνες για το σύνολο της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας[^ 6]
Ρωμιοί / Ρωμανοί - αυτοπροσδιορισμός των κατοίκων της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Ρωμαίοι, Έλληνες και άλλες εθνικότητες εντός της αυτοκρατορίας, ισχυρά στοιχεία ελληνικού πολιτισμού)[^ 7][^ 6] αυτοπροσδιορισμός των κατοίκων της πρώην ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αυξανόμενη θρησκευτική έννοια ως ορθόδοξοι παραδοσιακός όρος και αυτοπροσδιορισμός για τους Έλληνες του Μεσαίωνα και έπειτα, και Ρουμάνοι για τους κατοίκους της Ρουμανίας
Ρωμαίοι αρχαία Ρώμη (δημοκρατία/πολιτεία και αυτοκρατορία) όπως Ρωμιοί όπως Ρωμιοί αλλά και Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
αρχαίοι Ρωμαίοι και σύγχρονοι κάτοικοι της Ρώμης
Εξώνυμα κυρίως Δυτική Ευρώπη
Έλληνες όπως παραπάνω (Hellenes, hellenismus κτλ): όπως παραπάνω Όπως Μεσαίωνα (hellenic κτλ), συγκεκριμένα σε ότι αφορά την αρχαία Ελλάδα (κυρίως γερμανική βιβλιογραφία), ή γενικά σε ότι αφορά τον ελληνικό πολιτισμό και φιλοσοφία διαχρονικά (αγγλική βιβλιογραφία)
Γραικοί όπως παραπάνω (Greeks, Graeci κτλ) όρος σε καθολική χρήση στην δυτική Ευρώπη για την περιγραφή των κατοίκων του συνόλου της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας[^ 6] Όπως Μεσαίωνα (Greeks κτλ): Οι κάτοικοι της Ελλάδας, αλλά και διαχρονικός γενικός χαρακτηρισμός στις δυτικές γλώσσες για τους Έλληνες γενικότερα
Βυζαντινοί όπως παραπάνω όπως παραπάνω χρήση του όρου τον 15ο αιώνα από τον Ιερώνυμο Βολφ όπου ως όρος για το σύνολο της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Επικράτησε σταδιακά ως τέτοιος.[^ 8][^ 6] Οι κάτοικοι της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
Ρωμαίοι όπως παραπάνω αρχαίοι Ρωμαίοι, οι κάτοικοι της Ρώμης, γενικότερα οι ακολουθόντες τον δυτικό χριστιανισμό (ρωμαιοκαθολικισμό),[^ 9][^ 6] και η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των Φράγκων (Βασίλειο της Γερμανίας) ως ρωμαϊκή αυτοκρατορία (9ος αιώνας) και κατόπιν Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (11ος αιώνας και έπειτα), ισχυρή γερμανική επίδραση[^ 10][^ 11][^ 12] Όπως Μεσαίωνα αρχαίοι Ρωμαίοι και σύγχρονοι κάτοικοι της Ρώμης
Παραπομπές πίνακα

  1. Erik von Kuehnelt-Leddihn: The Menace of the Herd or Procrustes at Large – Page: 164

Οι βυζαντινές σπουδές

Κύριο λήμμα: Βυζαντινολογία
Ύστερα από κάποιες αξιόλογες, αλλά περιορισμένες προσπάθειες (Βολφ, Λαμπέ), οι βυζαντινές σπουδές γνώρισαν την πρώτη τους άνθηση στη Γαλλία από τα μέσα του 17ου αιώνα και εξής. Στον επόμενο αιώνα όμως, κάτω από την επίδραση του ορθολογισμού, οι βυζαντινές σπουδές δοκίμασαν αισθητή κάμψη. Η εποχή του Διαφωτισμού έβλεπε με περιφρόνηση ολόκληρη τη μεσαιωνική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας και ιδίως το Βυζάντιο, που θεωρείτο κλασικό θεοκρατικό βασίλειο.
Βεβαίως, ο όρος «Μεσαίωνας» είναι παραπλανητικός καθώς δεν εκφράζει την αυτοσυνειδησία της εποχής του, αλλά αντανακλά απλώς αξιολογικές κρίσεις των ουμανιστών ιστοριογράφων για τους Μέσους Χρόνους και για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο άνθρωπος των Μέσων Χρόνων σε Ανατολή και Δύση δεν ζούσε με την αντίληψη ότι η εποχή του ήταν μεσαίωνας, δηλαδή κάτι το ενδιάμεσο μεταξύ δύο ιστορικών εποχών ή κάτι το «σκοτεινό» και παροδικό.[31]
Πάντως, η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, για τον Διαφωτισμό δεν ήταν παρά ένα «άχρηστο απάνθισμα ρητορισμών και θαυματουργιών» (Βολταίρος) ή ένα «πλέγμα επαναστάσεων, εξεγέρσεων και αισχροτήτων» (Μοντεσκιέ) ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο τραγικός επίλογος της ένδοξης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι εμφανίζεται και στα φημισμένα έργα των Τσαρλς Λεμπό , 1701-1778, «Ιστορία της Νεωτέρας Αυτοκρατορίας» και Εδουάρδου Γίββωνος «Ιστορία της παρακμής και πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».
Αν και οι θεωρίες αυτών των, πράγματι, μεγάλων ιστορικών έχουν πλέον ξεπεραστεί[32] και αναγνωρίζονται ως μονόπλευρες,[33] εχθρικές[34] και ιστορικά αστήρικτες,[35] εντούτοις στην εποχή τους και επί έναν σχεδόν αιώνα, επηρέασαν αρνητικά τις βυζαντινές σπουδές. Όπως έγραψε η καθηγήτρια Βυζαντινής ιστορίας Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου :
«Ή πνευματική ηγεσία της Ευρώπης του ΙΗ' αιώνος περιφρονεί το Βυζάντιον...Διά την διαμόρφωσιν και διάδοσιν αυτών των αντιλήψεων σημαντική υπήρξεν η ευθύνη και του άγγλου ιστορικού Εδουάρδου Γίββωνος...Το πόνημα του γλαφυρού ιστορικού, παρά τον τίτλον του, περιλαμβάνει την ιστορίαν της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ανεξαρτήτως της αντιρρήσεως, πώς είναι δυνατόν παρακμή να διαρκή ένδεκα αιώνας, όσοι μεσολαβούν από της ιδρύσεως της Κωνσταντινουπόλεως (324) μέχρι της πτώσεως της βασιλευούσης (1453), είναι φανερόν ότι ο συγγραφεύς δεν επεχείρησε να κατανοήση το Βυζάντιον εντός των ιστορικών του πλαισίων, ούτε αντελήφθη την συμβολήν του...»[36]
Τελικά, το έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία που εκδηλώθηκε κατά τον 19ο αιώνα και ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες του, ευνόησε τις βυζαντινές σπουδές και αναβίωσε το ενδιαφέρον για τη βυζαντινή ιστορία στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης.

Κληρονομιά

Βυζαντινοί λόγιοι είχαν μεγάλη συμβολή στη διατήρηση και αντιγραφή κλασικών χειρογράφων που εμπλούτισαν την Αναγέννηση στη δυτική Ευρώπη, καθώς με την παρακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας πολλοί λόγιοι μετανάστευσαν στην Ιταλία και σε ελληνικά εδάφη των ιταλικών κρατών.
Η μνήμη του ελληνικού παρελθόντος που αναβίωσε τους τελευταίους 4 αιώνες της αυτοκρατορίας συντέλεσαν στη γένεση του νεοελληνικού πατριωτισμού και των ιδεών που τελικά οδήγησαν στη δημιουργία του ελληνικού εθνικού κινήματος κατά τον δέκατο ένατο αιώνα[10].
Η ρωμαϊκή ταυτότητα επιβίωσε της πτώσης της αυτοκρατορίας. Μετά την οθωμανική κατάκτηση, η ονομασία «Ρωμαίοι» χρησιμοποιήθηκε για να αναφερθεί στο σύνολο της πολύγλωσσης και πολυεθνοτικής ορθόδοξης κοινότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ μετά την ίδρυση του ελληνικού εθνικού κράτους οι όροι «Ρωμιός» και «Ρωμιοσύνη» χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν την ορθόδοξη και λαϊκή όψη της νεοελληνικής ταυτότητας.[16]
  • Bowersock, G.W. (1996). Hellenism in late antiquity. Michigan, USA: The University of Michigan Press. σελ. 9-12. ISBN 978-0-472-06418-2.

  • Neville, Leonora (4 Οκτωβρίου 2012). Heroes and Romans in Twelfth-Century Byzantium: The Material for History of Nikephoros Bryennios. Cambridge University Press. ISBN 9781107009455.

  • «Νίκος Σβορώνος: Ο μεσαιωνικός ελληνισμός - Ερανιστής». Ερανιστής. 2017-03-20. Ανακτήθηκε στις 2017-08-13.

  • (Heidelberg), Gschnitzer, Fritz (στα αγγλικά). Grai, Graeci.

  • (στα αγγλικά) Antique Names and Self-IdentificationHellenes, Graikoi, and Romaioi from Late Byzantium to the Greek Nation-State* - Oxford Scholarship. doi:10.1093/acprof:oso/9780199672752.001.0001/acprof-9780199672752-chapter-5.

  • ««Γιατί το Βυζάντιο», Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ (Μεταίχμιο)». Protagon.gr. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2017.

  • Kaldellis, Anthony. From Rome to New Rome, from Empire to Nation-StateReopening the Question of Byzantium’s Roman Identity. σελίδες 387–404.

  • N.Y.), Metropolitan Museum of Art (New York (2006). Byzantium, Faith, and Power (1261-1557): Perspectives on Late Byzantine Art and Culture. Metropolitan Museum of Art. ISBN 9780300111415.

  • «Old Roman Catholicism and the Holy Roman Empire». www.anglicanritecatholicchurch.org. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2017.

  • «Holy Roman Empire | historical empire, Europe» (στα αγγλικά). Encyclopedia Britannica. Ανακτήθηκε στις 2017-08-13.

  • Peter Hamish Wilson, The Holy Roman Empire, 1495–1806, MacMillan Press 1999, London, page 2

  • Δεν υπάρχουν σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου