Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή και Ζωσιμαία Σχολή

του Κ. Αρ. Πύρρου, αποφοίτου της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων
Δύο φάροι του πνεύματος, των γραμμάτων και της σκέψης, που με τη λαμπηδόνα τους φώτισαν και λάμπρυναν τη μακροχρόνια πορεία του Γένους  είναι η Μεγάλη του Γένους Σχολή και η Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων.
Δύο πνευματικά κέντρα σε δύο πόλεις που αναμφισβήτητα έπαιξαν καθοριστικό και πρωταρχικό ρόλο στη διατήρηση, εμπέδωση και καλλιέργεια της παιδείας με την όσο πιο ουσιαστική έννοια του όρου γινόταν μπορετό στα ιδιόμορφα χρόνια της Τουρκοκρατίας κυρίως υπήρξαν οι φημισμένες παραπάνω Σχολές.
Κι για μεν την Κωνσταντινούπολη και τη Μεγάλη του Γένους Σχολή των αδελφών Ζυγομαλά, του Θεοφ. Κορυδαλέως, του Κ. Κούμα, του Γρηγ. Παλαμά, του Συμεών Καβάσσιλα, του Ευγ. Βουλγάρεως, των Πατριαρχών και των Δασκάλων του Γένους, πιστεύω πως παρέλκει η οποιαδήποτε αναφορά, ανάλυση ή όποιος σχολιασμός. Για την πόλη όμως των Ιωαννίνων και πιο συγκεκριμένα για τη Ζωσιμαία Σχολή και για όσους πιθανόν να μην έχουν εικόνα της πνευματικής τους διάστασης και της επίδοσης των ανθρώπων τους στα γράμματα, θα πρέπει να αιτιολογηθεί και να θεμελιωθεί αρκούντως ο παραλληλισμός και οι αντιστοιχίες τόσο των πόλεων, όσο κυρίως των μορφωτικών τους λίκνων, μεταξύ των οποίων κορυφαία είναι η Ζωσιμαία Σχολή και η Μεγάλη του Γένους  Σχολή, που πρόσφατα με σεμνή, αλλά άκρως συγκινητική τελετή με την ευκαιρία και του εορτασμού της συμπλήρωσης 550 χρόνων συνεχούς λειτουργίας της δεύτερης, προχώρησαν σε αδελφοποίησή τους.
Είναι γνωστό πως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δύο βασικοί παράγοντες χαρακτήρισαν και προέβαλαν την πόλη των Ιωαννίνων, αναδεικνύοντάς την σαν ένα από τα πιο ζωντανά και δραστήρια κέντρα του υπόδουλου ελληνισμού.
Πέρα από την εντυπωσιακή εμφάνιση, παραμονή και δραστηριοποίηση πλειάδας αγωνιστών, γραμματιζούμενων, λογάδων, μαρτύρων και οπλαρχηγών, που είχαν κυρίως επίκεντρο την ηγεμονία και την έντονη παρουσία, του Αλή Πασά του Τεπελενλή, αλλά όχι μόνο, δύο άλλα έντονα χαρακτηριστικά εμφανίστηκαν και γιγαντώθηκαν στο χώρο και τη ζωή της γιαννιώτικης κοινωνίας, η καλλιέργεια της μόρφωσης και των γραμμάτων απ’ τη μία, και απ’ την άλλη η ευδοκίμηση του φαινομένου της  μεγάλων διαστάσεων κοινωνικής ευεργεσίας από μεγαλόδωρους Έλληνες πατριώτες.

Οι μορφές των μεγάλων αυτών ευεργετών κόσμησαν και λάμπρυναν με τα έργα τους πολλές περιοχές τόσο της χώρας μας  όσο και των άλλων χωρών που έζησαν μεγάλα διαστήματα της ζωής τους, αναπτύσσοντας αξιοθαύμαστη οικονομική δραστηριότητα και λαμπρή παρουσία.
Εμφανέστατος καρπός των δύο αυτών αρετών και συνισταμένη της διασταύρωσης της  επιθυμίας για μόρφωση και της  διάθεσης  για ευεργεσία και οικονομική ενίσχυση του σκοπού αυτού, υπήρξε η δημιουργία πολλών μεγαλονύμων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μεταξύ των οποίων εξέχουσα είναι η θέση και η πολυσχιδής προσφορά της Ζωσιμαίας Σχολής, μεγαλόπνοης κληροδοσίας, που γέννησε η ανεκτίμητη ευποιία των μεγάλων ευεργετών αδελφών Ζωσιμάδων.
Πέρα απ’ τα βασικά χαρακτηριστικά, που δικαιώνουν την απόφαση αδελφοποίησης των δύο Σχολών και πολλά γεγονότα ολιγότερο γνωστά συνηγορούν υπέρ αυτής και στοιχειοθετούν την ορθότητά της.
Κατά το διάστημα της συνύπαρξής τους πολλοί ήταν οι δάσκαλοι και οι πνευματικοί ταγοί, των οποίων η δραστηριότητα και οι ενασχολήσεις αναφέρονται και ανάγονται, πότε στα δρώμενα στο ένα και πότε στο άλλο πνευματικό καθίδρυμα του Γένους, αλλά πολλές φορές παράλληλα και των δύο μαζί σε κοινές εκδηλώσεις .Στο μνημειώδες πόνημα του Τ. Γριτσόπουλου, που επανεξέδωσε το έτος 2004 ο σύνδεσμος των Μεγαλοσχολιτών Αθηνών εντοπίζει κανείς τα παρακάτω ενδιαφέροντα:
Το έτος 1804 έχει ανοιχτεί αλληλογραφία των αδελφών Ζωσιμάδων και του σχολάρχου της Μεγάλης του Γένους Σχολή Δωρόθεου Πρωίου, ο οποίος είναι μια από τις επιφανείς μορφές που λάμπρυναν το αξίωμα.
Πρέπει να σημειωθεί, ότι επί των ημερών του (Ιούνιος 1804) συνέπεσε η αλλαγή κτιρίου και η μετατόπιση της Σχολής από το Φανάρι στην Ξηροκρήνη (Κουρουτζεσμέ), επίσης δε θεμελιώθηκε σε νέες πνευματικές βάσεις η όλη οργάνωση και λειτουργία της παλαιφάτου Μεγάλης Πατριαρχικής Σχολής Κωνσταντινουπόλεως.
«Πώς εστερεώθησαν τα βήματα της Σχολής υπό Δωρόθεον τον Πρώιον μαρτυρεί λιτή επιστολή του ιδίου προς αδελφούς Ζωσιμάδας, αποσταλείσα την 29 Νοεμβρίου 1804 εις απάντησιν προηγηθείσης ιδικής των, πολλά δε πληροφορούσα και ενδιαφέροντα πράγματα δια την εν γένει λειτουργία της Σχολής»’ (βλ. Τ. Γριτσόπουλου, ’Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή΄ τομ. Β σελ 85)
Και συνεχίζει πιο κάτω ο επιστολογράφος, ο οποίος αντιμετώπισε και πάλι πρόβλημα χώρου στο νέο οίκημα λόγω της πανταχόθεν συρροής μαθητών αξίων προσοχής. «Εύρε πληθώρα νέων νόας επιτηδείους , ελληνικά πνεύματα». Εις την τάξιν των μαθηματικών, προσθέτει εδίδασκε του Νικηφόρου Θεοτόκη τα Μαθηματικά, εκδόσεως Ζωσιμάδων και μίαν Λογικήν του αββά Γενουηνσίου. Σε παραπομπή αναφέρεται «ο τίτλος του βιβλίου είναι :Στοιχείων Μαθηματικών έτι παλαιών και νεωτέρων συνερανισθέντων υπό του Πανιερωτάτου αρχιεπισκόπου Πρώην Αστραχανίου κυρίου Νικηφόρου φιλοτίμω δε δαπάνη επιδοθέντων, όπως δωρεάν διανέμονται τοις εν τοις ελληνομουσείοις φοιτώσιν υπό των τιμιωτάτων φιλογενών αυταδέλφων Ζωσιμά, εν Μόσχα 1798-1799 (τομ.3, 8ον) βλ. Α. Παπαδοπούλου-Βρετού, Νεοελ. Φιλολογία, μερ.β΄, εν Αθήναις 1857σελ.109, αρίθμ 294».
Οι αδελφοί Ζωσιμάδες είχον αποστείλει εις τον Δωρόθεον Πρώιον 49 σώματα Μαθηματικών του Θεοτόκη, χάριν των μαθητών της Μεγάλης Σχολής.
Εξάλλου προσφάτως ο Δωρόθεος είχεν λάβει την δαπάνη Ζωσιμάδων έκδοσιν του Ηλιοδόρου, υπό του Κοραή, ως μνημονεύει ευχαριστών, και ακόμη είχε πληροφορίες ότι «επέκειτο η έκδοσις εκκλησιαστικών και φιλοσοφικών βιβλίων του Ευγενίου Βουλγάρεως, δι’ ο συνέχαιρε, προσδοκών να ίδη και ιδιοχείρως τα βιβλία».
Οι πληροφορίες για το ενδιαφέρον και οι αναφορές στην γενναιόδωρη προσφορά των ιδρυτών της Ζωσιμαίας Σχολής στην περιώνυμο πλην χειμαζόμενη Μεγάλη Σχολή από τις έγκυρες μαρτυρίες του έγκριτου Σχολάρχη της, καθώς επίσης τα συγχαρητήρια, τα εγκώμια και οι ευχαριστίες του προς τους αδελφούς Ζωσιμάδες μας παρέχει αδιαμφισβήτητο στίγμα για τη σύμπλεύση των δύο Σχολών.
Εγκωμιάζοντας τους «παλαιούς του φίλους», όπως αποκαλεί τους Ζωσιμάδες ο Πρώιος, και το «ζωηρόν, έμπρακτον ενδιαφέρον τους για την πνευματικήν αναγέννησιν του Γένους» τους καθιστά παράδειγμα και «τονίζει το χρέος όλων των απανταχού πεπαιδευμένων» για την καταπολέμηση της αμάθειας, της οπισθοδρομικότητας καις των κάθε μορφής προκαταλήψεων.
Αλλά και έτερος γενναιόδωρος Ηπειρώτης, ο γνωστός ευεργέτης Ζώης Καπλάνης, ενίσχυσε με 7.500 γρόσια τη Σχολή για υποτροφίες απόρων μαθητών.
Πέραν αυτών όμως και άλλα στοιχεία επικουρούν και συμβάλλουν στη δημιουργία βάσιμης και εδραίας πεποίθησης ως προς παράλληλη και συνεχιζόμενη δραστηριότητα των δύο καθιδρυμάτων.
Πολλοί καθηγητές, σχολάρχες αλλά και μαθητές, που αργότερα εξελίχθησαν σε προσωπικότητες και πνευματικά μεγέθη, πέρασαν για ορισμένα διαστήματα και συσχέτισαν την καλλιέργεια της γνώσεώς τους αλλά και τη διδαχή της στη συνέχεια, με την παραμονή τους σε αμφότερες τις Σχολές.
Ο Μιχαήλ Κλεόβουλος, που διετέλεσε σχολάρχης της Μεγάλης  Σχολής στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα για μια τριακονταπενταετία, γεννήθηκε στην Αδριανούπολη και αφού παρακολούθησε εκεί τα μαθήματα της βασικής παιδείας «επί τριετίαν ανωτέραν παίδευσιν έλαβεν εις την Ζωσιμαίαν Σχολήν Ιωαννίνων και συνεπλήρωσε εις την Θεολογικήν Σχολήν της Χάλκης».
Ο Ηροκλής-Κωνσταντίνος Βασιάδης απο το Δελβινάκι της Ηπείρου (1821-1890) σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και στη συνέχεια διετέλεσε καθηγητής και Σχολάρχης στη σχολή του Μεγάλου Ρεύματος. Εξέδωσε τους «Ολυνθιακούς» του Δημοσθένη και υπήρξε ιδρυτής του «Ηπειρώτικου Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου» στην Κωνσταντινούπολη.
Μία διακεκριμένη μορφή των ελληνικών γραμμάτων ο Ευγένιος Βούλγαρης, πανεπιστήμονας, φιλόσοφος, ερευνητής, οπαδός του διαφωτισμού κάτοχος της «θύραθεν σκέψεως και σοφίας αλλά και της εκκλησιαστικής», άρχισε την εκπαίδευσή του από την Άρτα και τα Γιάννινα, όπου είχε δασκάλους τον Μπαλάνο και τον Μεθόδιο Ανθρακίτη. Αργότερα διετέλεσε διαδοχικά σχολάρχης της Μαρουτσαίας Σχολής Ιωαννίνων και της Μεγάλης του Γένους Σχολής στην Πόλη, σύμφωνα με τα βιογραφικά στοιχεία, που μας κατέλειπε ο Π. Αραβαντινός και ο Σπ. Λάμπρου. Την ίδια περίοδο (τέλη του 18ου αιώνα) διδάσκει και άλλος διδάσκαλος από την Ήπειρο ο Νικόλαος (πιθ. Ζαρζούλης).
Για τον γνωστό, διδάσκαλο και σχολάρχη, Χρύσανθο Αιτωλό, αδελφό του μεγάλης δράσεως ιεραπόστολου Κοσμά του Αιτωλού, βεβαιώνουν ο λόγιος Μητροπολίτης Παροναξίας Νεόφυτος ο Λαχοβάρης και οι νεώτεροι Σπ. Λάμπρου (κατάλογος των κωδίκων των εν Αθήναις βιβλιοθηκών πλην της Εθνικής.Α’ Κώδικες της βιβλιοθήκης της Βουλής, «Ν. Ελληνομνήμων» τομ. Ε (1908) σελ. 105) και Β.Σφυρόερας (Χρύσανθος ο Αιτωλός «επετηρίς Μεσαιωνικού αρχείου» ακαδημίας Αθηνών τ. ΣΤ σελ. 133, 134, 135), ότι εμαθήτευσε εις την Σχολήν Ιωαννίνων πλησίον του Μπαλάνου και αργότερα εις την Πατριαρχική Σχολήν.
Ο Σέργιος Μακραίος ο οποίος κατήγετο από κάποιο χωριό των Αγράφων και διετέλεσε και αυτός καθηγητής και σχολάρχης της Μ. του Γ.Σχολής (τέλη 18ου αιώνος), καθώς μας αναφέρει ο Αραβαντινός (Βιογρ. Συλλογή σελ. 104) πριν μεταβεί και φοιτήσει εις την Αθωνιάδα Σχολή, του Αγίου Ορους, εφοίτησε εις τα Ιωάννινα και αυτός πλησίον του Μπαλάνου,
Στη συνέχεια κατέστη μαθητής και θαυμαστής του Ευγένιου του Βουλγάρεως τον οποίο αντικατέστησε «επί βραχεί εκ των ενόντων ο Σέργιος» (Κ.Σάθα, Μεσ. Βιβλιοθήκη, τομ. Γ σελ. ργ΄-ρδ΄).
Μεταξύ των συγγραμμάτων του Μακραίου (Κ.Σάθας Μεσαιωνική  Βιβλιοθήκη τ. Γ σελ πβ΄- πδ΄) αναφέρεται η Σταχυολογία Γραμματική εκδοθείσα (Ενετίησιν 1820) «αναλώμασιν Ιωάν. Χριστοδούλου, εξ Ιωαννίνων» και η Επιτομή Φυσικής «δαπάνη αδ. Χατζηκώστα» (εν Βενετία 1816).
Εις την προς του χορηγούς της εκδόσεως προσφώνησιν του ο σ. λέγει ότι δι ευφήμου γλώττης φέρει τα Ιωάννινα, διότι την πόλιν επέγνω αυτήν εστίαν λόγων και εκείθεν δαψιλή χεύματα δια Μεθοδίου, Στίγνιως, Τρύφωνος, Μπαλάνου και του πολλού εν σοφία Θεοφάνους είς Άγραφα, του πρώτου του διδασκάλου, ου μην και Ευγενίου του διδασκάλου του. (Τ.Γριτσοπούλου, Πατρ.Μ. του Γ, Σχολή τόμος Α σελ 438).
Με έμπνευση τέλος και δαπάνη των Ζωσιμάδων (1819) αποφασίστηκε να εκτυπωθεί από το Πατριαρχικό Τυπογραφείο η Κιβωτός και ο Ιερός Ψαλτήρ, που συνέταξαν «ειδικοί εκ των κόλπων της Μεγάλης Σχολής». Όσον αφορά ειδικότερα για την Κιβωτό, πρόκειται για μνημειώδες λεξικό της ελληνικής Γλώσσης, που για διάφορους λόγους καίτοι ολοκληρώθηκε το έργο από τους συντάκτες του, πιθανόν λόγω του αιφνίδιου θανάτου του Αναστάσιου Ζωσιμά και της αποσύρσεως εκ της Σχολής του Δωρόθεου Πρώιου, δεν εκτυπώθηκε ολόκληρο και παραμένει μέχρι σήμερα ημιτελές, όμως τα χειρόγραφα ευρίσκονται στην Πατριαρχική βιβλιοθήκη της Κωνσταντινουπόλεως.
Από τα λιγοστά στοιχεία πού μπόρεσα να σταχυολογήσω γίνεται νομίζω καταφανής η σχέση και η παράλληλη πορεία των δύο ευκλεών καθιδρυμάτων δια μέσου των αιώνων και δικαιολογείται η πράξη που και τυπικά καθόρισε και αναγνώρισε σαν «αδελφές σχολές» την Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή και την Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων
Φεβρουάριος 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου