Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Εκδήλωση για την Άλωση της Πόλη στη Λεμεσό (17-5-2012)

 Εκδήλωση για την Άλωση της Πόλη στη Λεμεσό (17-5-2012)



Κηποθέατρο Λεμεσού, Πέμπτη 17 Μαϊου 2012, ώρα 8μμ
 Τραγούδησαν η Αρετή Κετιμέ, οι αδελφοί Γρηγόρης και Πέτρος Παπαεμμανουήλ και ο Γιώργος Καλογήρου.
Τα κείμενα διάβασαν ο Γιάννης Ξενοφώντος και η Γεωργία Μηνά

Έναν πουλίν, καλόν πουλίν, εβγαίν' από την Πόλιν,
μηδέ σ' αμπέλιν 'κόνεψεν, μηδέ σα περιβόλιν,
επήεν και ν’ εκόνεψεν απάν σου Ηλί το κάστρον
επήεν και ν' εκόνεψεν σ' Αγιά-Σοφιάς την πόρταν.
Ένοιξεν τ' έναν το φτερόν, σο αίμαν βουτεμένον.
Ένοιξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν είχε γραμμένον.
Σίτ’ αναγνώθ',  σίτια (σίτε) κλαίει, σίτια (σίτε) κρούει την καρδίαν:
Ν' αϊλί εμάς και βάι εμάς, 'πάρθεν ή Ρωμανία!
Ν' αϊλί εμάς και βάι εμάς, οι Τούρκ’ την Πόλ’ επαίραν.
Η Ρωμανία αν πέρασεν, η Ρωμανία αν ‘πάρθεν
Η Ρωμανία αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.

Ήταν μια πόλη, που η ζωή κι η ιστορία της μοιάζει με παραμύθι. Πρωτοχτίστηκε, όπως το ‘πε το μαντείο, απέναντι απ’ την πόλη των τυφλών, σε ένα τόπο γεμάτο ομορφιές και χάρες. Και ήταν Έλληνες εκείνοι που τη χτίσανε και την κατοίκησαν. Και τ’ όνομα της έμεινε αθάνατο στην ιστορία. Βυζάντιο την είπανε. Κι έδωσε το όνομα της σ’ ολόκληρη μια εποχή και ιστορία.
Εκεί όπου ο Πόντος ενώνεται με την Προποντίδα. Εκεί όπου ενώνονται οι δύο ήπειροι Ασία και Ευρώπη, στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, το 328 μετά Χριστόν, ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος ο Μεγάλος με τη σημαία του Σταυρού χαράσσει τα θεμέλια της νέας πρωτεύουσας, της Αυτοκρατορίας.
Εκεί έχτισε την Πόλη του, που τα όρια της άγγελος τα χάραξε, σταλμένος απ’ τον ουρανό. Την Πόλη, η οποία θα γίνει ο νέος φάρος του κόσμου επί μία χιλιετία, την Κωνσταντινούπολη, την οποίαν αφιέρωσε στην προστασία της Θεοτόκου και στη δόξα του Δεσπότου Χριστού, του Βασιλέως των Βασιλευόντων και Κυρίου των Κυριευόντων.

Και έγινε η Κωνσταντινούπολη, η πρώτη Θεοφρούρητη Πόλη, το καύχημα της Χριστιανοσύνης. Εδώ, για πρώτη φορά, υψώθηκε σημαία ο Σταυρός και έκτοτε κατέστη το σύμβολο της νίκης και η Πόλις η πρωτεύουσα του Ανατολικού Χριστιανισμού.
Τα τείχη της, απώθησαν επί δέκα ολόκληρους αιώνες την ορμή των βαρβάρων. Επάνω τους συνετρίβησαν οι ορδές των εχθρών του χριστιανισμού και στις επάλξεις τους η Πλατυτέρα στάθηκε ακοίμητος φρουρός. Τα τείχη μιλούν για δόξες και θυσίες και νικητήρια στην Υπερμάχο Στρατηγό. Από τους εντός των τειχών της Κωνσταντινούπολης κατοίκους, ξεχύθηκε ένας πολιτισμός, ο οποίος φώτισε τον κόσμο, Ανατολή και Δύση.

Όταν ήλθε η ώρα η πόλη να τουρκέψει και μπήκαν μέσα οι Τούρκοι, έτρεξε ο βασιλιάς μας καβάλα στ’ άλογό του να τους εμποδίσει. Ήταν πλήθος αρίφνητο η Τουρκιά, χιλιάδες τον έβαλαν στη μέση κι εκείνος χτυπούσε κι έκοβε με το σπαθί του.
Τότε σκοτώθη τ’ άλογό του κι έπεσε κι αυτός. Κι εκεί που ένας Αράπης σήκωσε το σπαθί να χτυπήσει το βασιλιά, ήρθε άγγελος Κυρίου και τον άρπαξε και τον πήγε σε μια σπηλιά βαθιά στη γη κάτω, κοντά στη Χρυσόπορτα.
Εκεί μένει μαρμαρωμένος ο βασιλιάς και καρτερεί την ώρα να ’ρθει πάλι ο άγγελος να τον σηκώσει. Οι Τούρκοι το ξέρουν καλά αυτό, μα δεν μπορούν να βρουν τη σπηλιά που είναι ο βασιλιάς γι’ αυτό έχτισαν την πόρτα που ξέρουν πως απ’ αυτή θα μπει να τους πάρει πίσω την Πόλη.
Μα, όταν είναι θέλημα Θεού, θα κατεβεί ο άγγελος στη σπηλιά και θα τον ξεμαρμαρώσει και θα του δώσει στο χέρι το σπαθί που είχε στη μάχη. Και θα σηκωθεί ο βασιλιάς και θα μπει στην Πόλη από τη Χρυσόπορτα και, κυνηγώντας με τα φουσάτα τους Τούρκους, θα τους διώξει ως την Κόκκινη Μηλιά.
Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δε θα προσμένεις.
Ένα πρωί, απ' τα νερά του Βόσπορου κει πέρα
θενά προβάλει λαμπερός μιας Λευτεριάς χαμένης
ο ασημένιος ήλιος.

Βόσπορος – Μαρμαρωμένος Βασιλιάς

Κι έγινε για χίλια χρόνια η βασίλισσα των πόλεων, η πόλη η ξακουστή, που ασφαλίστηκε με θεόκτιστα τείχη, στολίστηκε με περισσή χάρη και πλούτη και καρδιά της είχε την Αγιά Σοφιά. Ξακουστοί πατριάρχες και αυτοκράτορες λάμπρυναν τη ζωή της και την ιστορία της, κι έλαμπε σαν αστέρι ολοφώτεινο στο χριστιανικό στερέωμα και φώτισε χώρες και λαούς.
Μα ήρθαν χρόνια δύσκολα και βάρβαροι λαοί, που πάντα τη ζηλεύανε και την εθέλανε δική τους. Την περικύκλωσαν ασφυκτικά για να την κατακτήσουνε. Κι αντιστέκονταν οι βυζαντινοί κι επικαλούνταν της Παναγιάς τη δύναμη και τη βοήθεια και την Πόλη δεν την έδιναν. " Το δε την Πόλιν σοι δούναι, ουτ' εμόν εστί ούτε άλλου τών κατοικούντων εν αυτή. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών.." βροντοφώναξε ο τελευταίος αυτοκράτορας, ο ηρωικός Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.

Από το μεσημέρι της 29ης Μαΐου που πατήθηκε η Πόλη, άρχισε ο κούρσος. Άρπαζαν όσους έβρισκαν και τους αιχμαλώτιζαν, ενώ έσφαζαν όσους προσπαθούσαν να αντισταθούν. Μέσα στην μεγάλη εκκλησιά της του Θεού Σοφίας, στον επίγειο ουρανό, στο άρμα των Χερουβίμ, οι Τούρκοι ατιμάζουν γυναίκες και μικρά παιδιά.  Πολεμούσαν ηρωικά και κρατούσανε κι είχανε την πίστη και την ελπίδα τους για τη σωτηρία της Πόλης στο Χριστό και στην Παναγιά στερεωμένη.
Μα αχ! Εκείνη η κερκόπορτα! Πώς ξεχάστηκε κι απόμεινε αφύλαχτη; Για πότε μπήκαν μέσα οι βάρβαροι κι ανοίξανε όλες τις πύλες κι ορμήσανε μέσα αλαλάζοντας οι εχθροί;
Τι νύχτα φοβερή κι εκείνη! Η ξακουστή η Πόλη, που χίλια χρόνια έλαμπε σαν ολοφώτεινο αστέρι, άδοξα έσβησε μέσα σε μια νύχτα, γιατί ήταν θέλημα θεού η Πόλη να τουρκέψει.

Όντεν εθεμελιώνασιν – Τρία Καράβια – Μοναχογιός ο Κωνσταντής

Για πρώτη φορά μετά από τόσους μήνες, για πρώτη φορά μετά από την ασέβεια της 12ης Δεκεμβρίου, με το παπικό συλλείτουργο, πήγαν να Λειτουργήσουν στην Αγιά Σοφία, που έμενε αλειτούργητη από τότε… Ορθόδοξη, γνήσια, ευπρόσδεκτη και πραγματική θα ήταν η Λειτουργία αυτή τη φορά. Την τελευταία φορά… Μια Λειτουργία Συγνώμης και Εξιλέωσης, μια Λειτουργία Ειρήνης με το Θεό της απέραντης υπομονής και αγαθότητας… Με Εκείνον που θυσιάστηκε ο ίδιος, που οδηγήθηκε ως πρόβατο στη σφαγή, όπως θα οδηγούνταν σε λίγο ο λαός της Βασιλεύουσας και όλη η Ορθόδοξη Ρωμιοσύνη…  "Σώσον Κύριε τον λαόν σου…" έβγαινε με θέρμη και πίστη από χιλιάδες στόματα.

Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη

Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις

Εχάσασιν το σπίτι τους, την Πόλην την αγίαν,

Το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχή τους.



Δάκρυσε ο λαός, γονάτισαν όλοι, προσευχήθηκαν οι Ιερείς, έλαμψαν τα καντήλια μπροστά στις χρυσοντυμένες άγιες εικόνες, άστραψε το άγιο Δισκοπότηρο, ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό όλων, η Πόλη όλη έκλαιγε, η Πόλη όλη ήταν στο Γολγοθά, ένοιωθε τη θυσία του Χριστού, πλημμύρισε τις καρδιές η αγάπη για τον Πλάστη, έπεσε στις ψυχές κάθε εμπόδιο, κάηκε από τον ποταμό των καυτών δακρύων κάθε ασέβεια.
"Συγχώρεσέ με Κύριε", ψιθύρισε με φόβο και δέος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος "Συγχώρεσε με και δώσε μου ανδρείο τέλος".

Δύο σταγόνες κύλησαν στο μάγουλό του καθώς έκλεινε μέσα του τον ίδιο τον Βασιλέα των βασιλέων… Και από πίσω του όλος ο λαός, ένα αμέτρητο πλήθος, με άπειρη συγκίνηση και περισσή ευλάβεια, Μεταλάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων, λαμβάνοντας αληθώς Σώμα και αληθώς Αίμα του εσφαγμένου Αρνίου, του Σωτήρα Χριστού. Στην τελευταία Μεταλαβιά, στο ύστατο "Μετά Φόβου"… Τη νύχτα της 28ης Μαΐου, στην Αγία του Θεού Σοφία… Καθώς έξω, πέρα στο τουρκικό στρατόπεδο, γίνονταν οι τελευταίες προετοιμασίες για την τελική επίθεση, ο τελευταίος φανατισμός για ελεύθερη λεηλασία της σπουδαιότερης, λαμπρότερης και ανίκητης πόλης του κόσμου. Της Πρωτεύουσας του Ελληνισμού και της Χριστιανοσύνης!
Κωνσταντίνε η πόλη σου – Εάλω

Δάκρυα σπαραγμού βγήκαν από τα σωθικά του σαν άκουσε εκείνο το "εάλω"… Η Πόλη του, ό,τι αγάπησε, αυτό για το οποίο τόσο πάλεψε και ξαγρύπνησε, αυτή για την οποία διέπραξε τη μεγάλη ασέβεια, η Πόλη του Θεέ μου "εάλω"!
Γύρισε κατάκοπος το κεφάλι του ο Κωνσταντίνος… Ήταν πια ολομόναχος! Όλοι σχεδόν γύρω του είχαν πέσει σαν ήρωες! Ως Έλληνες!

Κόψετε το κεφάλιν μου, χριστιανοί Ρωμαίοι

επάρετέ το, Κρητικοί, βαστάτε το στην Κρήτην

να το ιδούν οι Κρητικοί να καρδιοπονέσουν,

να δείρουσι τα στήθη τους, να χύσουν μαύρα δάκρυα

και να με μακαρίσουσιν ότι ούλους τους αγάπουν"


Σαν αστραπή πέρασε από το νου του το αίτημα που είχε ζητήσει από το Χριστό, το βράδυ όταν Μεταλάμβανε και γύρεψε συγχώρηση. Και σαν απάντηση ήρθε τότε ένα δυνατό χτύπημα που του έκοψε την ανάσα! "Εάλω η Πόλις" ακούστηκε μακάβρια η σπαραχτική φωνή.

Το μικρό Βλαχόπουλο – Να ‘μαν δεντρί στη Βενετιά – Ανάμεσα σε τρείς θάλασσες – Καράβι Καραβάκι

"τίς ἐστιν ὃς διηγήσεται τὴν ἐκεῖ συμφοράν; τίς τοὺς γεγονότας τότε κλαυθμοὺς καὶ τὰς φωνὰς τῶν νηπίων καὶ τὰ σὺν βοῆι δάκρυα τῶν μητέρων καὶ τῶν πατέρων τοὺς ὀδυρμούς, τίς διηγήσεται;"
Ποια γλώσσα μπορεί να πει τι γίνηκε σαν μπήκανε μέσα οι Τούρκοι, βαστώντας στα χέρια τους άλλοι ματωμένα μαχαίρια, μια οργυιά μάκρος, άλλοι πελέκια ακονισμένα, άλλοι κοντάρια που αστράφτανε οι σουβλερές τους μύτες. Η εκκλησιά πιτσιλίστικε από τα αίματα σε δύο μπόγια ύψος. Όσοι απομείνανε ζωντανοί είχανε τρελαθεί. Οι Τούρκοι δένανε τους άντρες με σχοινιά, τις γυναίκες με τις ζώνες τους. Έβλεπες αφεντάδες δεμένους πιστάγκωνα μαζί με τους υπηρέτες, κυράδες με τις δούλες, παπάδες με γριές, δεσποτάδες, παλικάρια βουτηγμένα στο αίμα. Ο ένας μπροστά στον άλλον βιάζανε τις γυναίκες ανάμεσα σε κουφάρια και σε λαβωμένους που μουγκρίζανε. Άλλοι πάλι από ‘κείνα τα αγρίμια ξεγύμνωναν την εκκλησία. Μέσα σε μία ώρα απομείνανε μονάχα οι τοίχοι. Δεν αφήσανε μηδέ καντήλι, μηδέ βαγγέλιο, μηδέ εικόνα, τίποτα.

Τι αίμα και τι δάκρυα χυθήκανε! Χιλιάδες καρδιές χτυπούσανε, τέτοια συμφορά δε μπορεί να τη συλλογιστεί άνθρωπος. Άλλοι σφαζόντανε πριν πάνε στα σπίτια τους, άλλοι καταφέρνανε να φτάσουνε στα δικά τους μα δεν βρίσκανε τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους. Ανδρόγυνα χωριζόντουσαν, ο ένας Τούρκος έσερνε τον άντρα και ο άλλος τη γυναίκα. Τα παιδιά τα ξεκολλούσανε απ’ το λαιμό της μάνας. Τα κορίτσια τα σέρνανε απ’ τα μαλλιά μέσα στο δρόμο. Πεινασμένα σκυλιά πίνανε το αίμα που άχνιζε μέσα στα χαντάκια. Πιο πολλά ήτανε τα κομμένα κεφάλια που κοιτόντανε στο χώμα παρά οι πέτρες της γης. Φρόνιμες νοικοκυράδες που δεν τις είχε δει ο ήλιος ατιμάζονταν γυμνές μέσα στις πλατείες. Παπάδες περπατούσανε βιαστικά, φορτωμένοι με βαριά σεντούκια, που τους τα είχανε φορτωμένα οι ζεμπέκηδες και τους δέρνανε σαν γαϊδούρια και τους τραβούσανε με το καπίστρι που είχανε περασμένο στο λαιμό τους.     
Όλη τη μέρα σφάζανε. Τόσο μουσκεμένη ήταν η γη, λες και έβρεξε αίμα. Τα κουφάρια τα ρίχνανε στο μπουγάζι του Βοσπόρου και το ρέμα τα κατρακυλούσε. Χριστιανοί – Τούρκοι ανακατεμένοι.

«Τη δεύτερη δε από της ημέρας εκείνης, εισελθών ο Μεχμέτης, περιόδευσε την πόλιν και ην η πάσα άοικος, ούτε άνθρωπος, ούτε κτήνος, ούτε όρνεον κραυγάζον ή λαλούν εντός.»
Ήτανε πια πεθαμένη και θαμμένη η ξακουσμένη Κωνσταντινούπολη, η Θεοσκέπαστη, η Νέα Σιών, η Εφτάλοφη, το καμάρι της Ανατολής, πώβρισκε άνθρωπος και του πουλιού τα γάλα. Πούχε το κάστρο με τους τρακόσους πύργους, τα παλάτια, τις τρακόσες εκκλησιές και τα διακόσια μοναστήρια, τ' αμέτρητα τ' αγάλματα κι' ό,τι μπορεί να βάλει ο νους τ' ανθρώπου.
Το τέλος της Πόλης φαίνεται ακόμα πιο λυπητερό άμα συλλογισθεί κανείς πως χαλάστηκε το μήνα Μάη, τις μέρες που μοσκοβολούσανε οι πασκαλιές και ανθίζαν οι τριανταφυλλιές.

Τζιβαέρι – Σαν τα μάρμαρα της πόλης – Σε καινούρια βάρκα μπήκα – Αραμπάς περνά

Θλιβερό το απόβραδο της εικοστής ενάτης Μαΐου -ημερομηνία ορόσημο στην πορεία της Ρωμιοσύνης αλλά και όλου του Χριστιανικού κόσμου. Η μεγαλύτερη απώλεια που υπέστη το ελληνικό έθνος μέσα στο ρου της ιστορίας ήταν αυτή η πόλη.
Κι αναρωτιέμαι πόσοι τάχα απέμειναν να θυμούνται πώς χρόνια πριν, στην απόμακρη εκείνη ρηγιώνα του Βυζαντίου, κάθε χρόνο, κάθε τέτοια μέρα που οι κυρίαρχοι πανηγύριζαν την επέτειο της Αλώσεως, γενόταν σιωπηλά σύναξη μιας πλειάδας αθεράπευτων νοσταλγών του Βυζαντίου, οι οποίοι τελούσαν τρισάγιο εις μνήμην του ύστατου βυζαντινού αυτοκράτορα.

Κείνη τη μέρα, που δεν πρέπει να λογαριαστεί μηδέ στις μέρες των χρόνων, μηδέ στις μέρες των μηνών, παρά να τη σκεπάσει σκοτάδι, ο φόβος που έπιασε τους ανθρώπους ήτανε τέτοιος, που τρείς και τέσσερις γενεές δε φτάσανε για να τους συνεφέρουνε. Ακόμα και σήμερα, σα διαβάζει κανείς όσα γράψανε οι ιστορικοί εκείνου του καιρού, είναι στιγμές που τρέμει στ’ αλήθεια, σαν να βρίσκεται ο ίδιος μέσα στην Πόλη, κι ώρα με την ώρα περιμένει να δει τους Τούρκους να σφάζουνε τον κόσμο μπροστά στα μάτια του.

Ξυπνάμε το πρωινό με την πίκρα χαμένων πατρίδων κι αγρυπνάμε τα βράδια με την οδύνη της αδικίας στα βλέφαρα. Καθώς κοιτάζουμε τους ορίζοντες με το όνειρο των παραθυριών που στοιχειώνουν και των βράχων που σιωπούν. Γεμίζουμε την καρδιά με το φαρμάκι του ξεριζωμού.

Να ξυπνάμε το πρωινό με την πίκρα. Αλλά η πίκρα, όταν γίνεται χαμός της μνήμης, δεν υπάρχει χαμός και χαμένες πατρίδες. Όταν η μνήμη σηκώνεται και μεστώνει με το όνειρο και την εγκαρτέρηση, γίνεται καρδιά πάλλουσα και ψυχή ριζωμένη βαθύτατα στο φώς της δικαιοσύνης.

Δεν μπορεί να ξεριζωθεί η γη, και δεν μπορεί η μνήμη να αδρανεί και να διαλύεται, όσο μέσα μας η πίκρα θα μεταποιείται σε σύμβολο πίστεως, και η πίστη θα μεταφράζεται σε θέληση για λευτεριά και αρετή.

Να ξυπνάμε τα πρωινά με την πίκρα του χαμού που δεν διαρκεί. Γιατί δεν υπάρχει χαμός όσο υπάρχει η ζωή και η θέληση της. Όσο το όνειρο ανδρώνεται και γίνεται ένα με τα χέρια, ένα με το χώμα και τα δέντρα και τον αέρα που αναπνέουμε και τον ήλιο που μας θερμαίνει. Όσο το όνειρο γίνεται πράξη.

Νανούρισμα – Ένα τρεχαντηράκι – Στο ‘πα και στο ξαναλέω

 Άλλο ένα ξερίζωμα όχι λιγότερο επώδυνο κι όχι λιγότερο εγκληματικό, επιτελείται σιωπηλά. Ο χρόνος αντιστρέφεται και η ιστορία επαναλαμβάνεται από τους ίδιους με τα ίδια θύματα.
Δεν είναι οι άνθρωποι που παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Είναι αυτά που μένουν. Τα διαβάζουμε και ανατριχιάζει η μνήμη. Τα χαλασμένα καμπαναριά, οι βεβηλωμένοι ναοί, τα σπασμένα εικονοστάσια, οι θρυμματισμένες εικόνες. Από εδώ πέρασε ένας λαός κι έκτισε την ταυτότητα του με πέτρα και τέχνη, εκκλησιές και λιακωτά. Άφησε τα βήματα του και τα αχνάρια του πάνω στη γη, για να κοιτάζει η ιστορία και να βρίσκει τον εαυτό της. Για να κοιτάζουν οι άνθρωποι και να μελετούν την ιστορία ενός λαού που έμαθε να κτίζει και να χαμογελά, να οργώνει και να χαίρεται.
Από εδώ πέρασε ένας άλλος λαός και άφησε τα δικά του σημάδια. Και γέμισε πληγές το χώμα. Βρήκε εκκλησιές και τις χάλασε. Βρήκε λιακωτά και τα κούρσεψε. Βρήκε τα βήματα ενός πολιτισμού και θέλει να τα παραγράψει. Και χαλά και δεν μπορεί να κτίσει. Και ιεροσυλεί γιατί δεν μπορεί να σεβαστεί. Και καταστρέφει γιατί δεν μπορεί να δημιουργήσει.

Ένα άλλο ξερίζωμα. Η προσπάθεια δεν είναι να φύγουν μόνο οι άνθρωποι. Πρέπει να φύγει κι ότι θυμίζει το πέρασμα τους από την κατεχόμενη γη.
Μην έρθει αύριο η ιστορία και ζητήσει εξηγήσεις. Μην έρθει αύριο η ιστορία και ζητήσει δικαιώματα. Μην έρθουν αύριο οι νόμιμοι κληρονόμοι και βρουν αποδεικτικά σημεία. 
Βογκά η βαθύτατη ρίζα και το τσεκούρι πέφτει και γεμίζει τραύματα. Αρνείται, δεν ξεκολλά, δεν περιγράφεται εύκολα. Θα γίνουν οι εκκλησιές ερείπια και η τελευταία πέτρα που θα μείνει θα φωνάζει.
Θα γίνουν οι βυζαντινές εικόνες στάχτη στη φωτιά και η στάχτη ακόμα θα φωνάζει το όνομα της εικόνας. Θα πέσουν τα καμπαναριά και οι καμπάνες θα ηχούν χωρίς αυτά, μέσα στο χρόνο, την οργή και τον φόνο. Το δάκρυ χύνεται βροχή. Ο πόνος αβάσταχτος, ο καημός μεγάλος. Τα όνειρα έγιναν εφιάλτες και αιχμαλώτισαν τον θάνατο, τον ξεριζωμό, την καταστροφή.
Απ’ εδώ πέρασε ένας άλλος λαός κι έστρεψε το ρολόι ανάποδα και η ιστορία θεάται τον βιασμό και την ιεροσυλία. Κι ανατριχιάζει καθώς επαναλαμβάνεται και γνωρίζει ότι μετά τον καινούριο χαλασμό οι χτίστες θα ξανάρθουν. Να ρίξουν θεμέλια, τη μνήμη να ξαναφτιάξουν. Να ρίξουν στο χώμα τον ιδρώτα τους για να κάμουν λάσπη. Να πάρουν στα χέρια τους τις καρδιές και να χτίσουν ξανά τα κονάκια τους.

Πάρθεν η Ρωμανία – Εσείς χελιδονάκια μου – Στου Βοσπόρου τ’ Αγιονέρια

Το βουνό της απαντοχής, το σύμβολο της εγκαρτέρησης, η κορυφογραμμή της ελπίδας, μέσα στη σφιγμένη παλάμη κρατά σφικτά της ψυχής τη δύναμη και της καρδιάς την υπομονή.

Το πιστεύουμε, θα ξαναέρθει η άνοιξη και θα ανθίσει πάλι η ζωή. Δεν ξεχνούμε την  ιστορία μας, γιατί αν την ξεχάσουμε θα λιγοστέψουμε σαν Έλληνες, θα φτωχύνουμε σαν άνθρωποι, θα μικρύνουμε και θα μαραθούμε.

Μακάρι να μπορούσε εκεί να είναι όλη η Ελλάδα, όλες οι γενιές, να δουν τι θα πει πατρίδα, να δουν τι θα πει Πίστη, να δουν τι θα πει Έλληνας Ορθόδοξος. Μακάρι να ήταν εκεί όλα τα Έθνη, για να ξέρουν, για να τρέμουν από δέος, για να βουρκώνουν τα μάτια τους όταν θα λένε Ελλάδα και Ρωμιοσύνη, όταν θα μιλούν για Κωνσταντινούπολη και για Ιστορία της Ανθρωπότητας!

Τι κι αν διάβηκαν τόσα χρόνια από σήμερα; Οι τόποι μας δεν σάλεψαν ούτε εκατοστό απ’ την καρδιά μας. Έμειναν μέσα της ριζωμένοι, γιατί μια δράκα απροσκύνητοι Έλληνες με πίστη στο Χριστό και στην Παναγία κρατούνε ψηλά τη σημαία του αγώνα, τη σημαία του Χριστού που ποτέ δεν μας ξέχασε.

Θα ανάψουν τα καντήλια στις Εκκλησιές της Πόλης του Κωνσταντίνου, φτάνει πάντα να θυμόμαστε ότι καρτερούν ανάσταση κάποιοι Έλληνες.

Στην ελληνική και ορθόδοξη ψυχή υπάρχει κάτι ανώτερο, ανέκφραστο και αστάθμητο που στέκει πάνω από την περηφάνια, το πείσμα και την παλικαριά που μόνο τούτη η ψυχή ξέρει να δίνει στα παιδιά της. Γιατί αυτό και το ίδιο είναι τούτο το Γένος στους αιώνες! Μακριά από το Χριστό χάνεται και κοντά Του ξαναγεννιέται!

Έχε γεια, πάντα γεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου